Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

ΑΠΕΧΘΕΙΑ...

Απεχθάνομαι
τη μεγαληγορία της απάτης,
τις κούφιες λέξεις των υποσχέσεων,
τη συντομογραφία των συναισθημάτων,
την κενότητα των μικρόκαρδων πράξεων.

Απεχθάνομαι
τις εκδηλώσεις του συρμού,
τις βεβηλώσεις της οργής με λόγια βολεμένων,
τις παρελάσεις των ηλίθιων στρατευμένων,
τις ειρηνικές επεμβάσεις των ρομποστρατών,


την ανωτερότητα του πολιτισμού,
τη θέωση της ανθρώπινης φυλής,
την κατακρεούργηση της φύσης,
τη Σκύλλα του χρήματος,
τη Χάρυβδη των προ'υ'πολογισμών.

Απεχθάνομαι
την πλημμυρίδα της μάζας,
τις πολιτικές ιδεολογίες και τα φούμαρα,
τις θρησκείες του φανατισμού,
το διαχωρισμό σε άσπρο και μαύρο,

το κουδούνισμα της επιστροφής στην Τάξη,
την επικύρωση της ατομικής κάρτας
- και οποιασδήποτε κάρτας- τα νομοσχέδια των έκφυλων λοβοτομημένων,
τις ολιγωρίες ειδικών και ειδημόνων.

Απεχθάνομαι εντέλει
την επιβολή συστήματος ανοήτων,
το συντακτικό της πειθαρχίας,
το μονοτονικό της δικτατορίας των αριθμών,

την υποδιαστολή στα νούμερα,
τα πολλά μηδενικά στις καταθέσεις ενηλίκων,
τις παύλες στην ανάσα της ζωής,
το χαμερπές του δίποδου ηγεμόνος
με τα πανάκριβα χα'ι'μαλιά του.

Ως εκ τούτου, φίλοι λιγοστοί,
μην αναμένετε ευχές με sms,
ή γλυκανάλατες φωνητικές για χρόνια πολλά,
αφού και το περίσσο απεχθάνομαι εξίσου.

Το Άχρονο που αποδίδω στο χρόνο ως επίθετο,
μου απαγορεύει τα ευχολόγια.

Το "καλό" μου πάει περισσότερο.

Και στο ύφος που ταιριάζει σα ρήτρα σε Διαθήκη,
ΑΥΤΗΝ αναζητείστε επειγόντως.

Μετάφραση,παρακαλώ,για να μη μείνουμε στα μαύρα μας σκοτάδια:
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...πού μου κρύβεσαι πάλι;


Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

...και νόμιζα ότι με ξέχασες…


...και νόμιζα ότι με ξέχασες…

Νόμιζα πολύ απλά.

Ότι δεν ήσουν εδώ.

Και δεν μπορούσες.

Και δεν ήθελες.

Και έτσι όπως πέρασες τον «πράσινο» σηματοδότη,

νόμιζα πως με έχασες στα φανάρια του δρόμου,

πέρα από εκεί που η ζωή σηματοδοτεί

με βογγητό το σκληρό ρυθμό

και χάνουμε την ουσία των πραγμάτων.

Στις χαώδεις,

απάνθρωπες τερατουπόλεις

που ζω

και ζεις

και ζούμε!

Και έτσι όπως ακουμπούσα στο περβάζι της καρδιάς μου

όλα τα όνειρα και τα χτυποκάρδια,

σε είδα να περνάς…

Δεν είπες να κοντοσταθείς.

Σταμάτησες!

Και να’ σαι!

Εδώ, δίπλα μου…

Είναι φορές που σε ονομάζω «όνειρό μου» στα όνειρά μου.

Είναι φορές που πήρες τη θλίψη μου μακριά πολύ καιρό τώρα.

Είναι που γελάς και θυμώνεις με την ίδια ευκολία που εγώ… πάλι μαζί σου είμαι.

Είναι που έχεις τόση αφοπλιστική αφέλεια, που με κάνει να πιστεύω στους αγγέλους.

Είναι που σου αρέσουν οι σοκολάτες και εγώ ακόμα απορώ πού πάει τόση ζάχαρη.

Είναι που’ χεις την τάση όλο να ρωτάς και μετά ν’ ανυπομονείς για την απάντηση.

Είναι που έχεις λαχτάρα φωνή και εύκολα αφήνεις να πέσουν οι φθόγγοι της σαν κατακλυσμός.

Είναι που έχεις ανοιχτόχρωμη ματιά και δε σου έχω πει ποτέ πως μπροστά της υποκλίνομαι.

Είναι που χαζεύω φορές - φορές και κάθομαι και μυρίζω τα ρούχα σου, όταν πια μόνο το άρωμά σου πλανιέται στο σπίτι…

Είναι και άλλα που θέλω να σου πω, μα…

τ’ αποφάσισα!

Όχι, δε θα τα ονοματίσω…

Μην εκτεθώ κιόλας!

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2008

Καθώς φαίνεται, ζητάω πολλά...


Να τα μαντάτα!

Έγιναν πράξη τα "ιερά" των πραγμάτων επί χρήμασι, εκείνων τοις ρήμασι πειθόμενοι!
Ανίερα τα πανώ και η αντίσταση...

Η καθιστική διαμαρτυρία μολύνει το μάρμαρο του Αγνώστου Στρατιώτη.
Έχουν τα μάρμαρα μεγάλη αξία
και η σιωπή μεγαλύτερη.
Το λοιπόν...

Στομώστε τη σκέψη σας με πλήθος φαγητό.
Το επιτάσσουν οι γιορτές και οι αργίες. Καταβροχθίστε ό, τι προλάβετε, όσο μένει καιρός!

Είναι δύσκολο πολύ να πλένεις στο δρόμο
τα προικιά μιας τραγικότητας
με ψιλή βροχή που μπαίνει από χαραμάδα ελπίδας.
Άρα...

Μη στρογγυλοκάθεσαι στη φωτεινή οθόνη.
Μην ακούς λεξούλες με συγνώμες και άλλα τέτοια.
Θα πάρουν φόρα και θα σου πουν πολλά.
Θα πάρουν θράσος και θα σου βγάλουν κι άλλο τη γλώσσα.
Θα σε κλωτσήσουν στ' αχαμνά.
Και θα' χουν δίκιο έπειτα να σε φωνάζουν "μάζα".

Εγώ:
Δεν ξεχνώ ' κείνο το μικρό που το πηγαίναν τρεις.
Χωρίς πρόσωπα, χωρίς φωνή, χωρίς αιδώ, χωρίς ντροπή.

Δε μου φτάνει πια το κουστουμάκι, η γραβάτα, το ύφος το λυπηρό.
Αλλού, μακριά είναι η ιδέα που εκτιμώ.
Δε μου αρκεί πλέον το "ελπιδοφόροι νέοι" σε σύνθημα στραπατσαρισμένο
πάνω σε πανοπλία ταγών επικουρούμενων
των νυν και αεί πραιτοριανών συνδαιτημόνων.

Αλλού όμως τ' όνειρο και αλλού το θάμα.
Είναι που δεν έχει ακόμα ξεφουσκώσει το πράγμα.
Είναι που το απόστημα έχει ακόμα πύον
και οι πράξεις τους χρόνο λίγο.

Θα μου αρκούσαν
να έβλεπα τα πρόσωπα...
ν' άκουγα τη φωνή...
να ένιωθα την αιδώ και την ντροπή!

Αλλά, καθώς φαίνεται, ζητάω πολλά...
Εποχή που' ναι!

Ο χρόνος έχει και συνέχεια...
Πίσω από τα στολίδια, τ' αγγελάκια και τις βιτρίνες.
Σε λίγο θα σβήσουν-κάνε υπομονή- τα λαμπάκια!

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

ΨΑΧΝΩ ΓΙΑ ΓΙΑΟΥΡΤΙ...

Βράδυ, αργά! Βγήκα σαν τον τυφλοπόντικα, μετά από πολιορκία ημερών, σε ανεύρεση τροφής, λες και ήμουν στο Μεσολόγγι το 1826, τότε που μήνες πολιορκείτο από τους Τούρκους, μήπως και βρω κανά γιαούρτι! Όχι για να το εκσφενδονίσω σε κανέναν-αν και δε θα μου έφτανε, μέρες που ζω, ούτε η ΦΑΓΕ, η ΔΕΛΤΑ και η ΜΕΒΓΑΛ μαζί, να γιαουρτώσω όλη τη Βουλή, ν' αποκτήσει μια πιο χριστουγεννιάτικη όψη το χρυσό μου, όπως επιτάσσει και το έθιμο των Χριστουγέννων, μιας και δε βλέπω να ρίχνει... χιόνι- αλλά γιατί τό' χα επιθυμήσει...
Το γιαούρτι, για να μην παρεξηγούμεθα! Αλλιώς δε θά' χα ενδοιασμό, ν' αναπολήσω μνήμες και να τις αναβιώσω σαν άλλο έθιμο, τότε που έφευγαν γιαούρτια με τη σέσουλα στη Σόλωνος, μαζί με τα κεσεδάκια τους...το '85 ήταν νομίζω, γύρω στο Νοέμβρη και είχα κάνει τρεχάλα Κεντέρη style ν' αποφύγω κάτι ανθρωπάκια με άσπρα κράνη και χακί φορεσιές, που αρχικώς τα πέρασα για τ' αγαπημένα μου Στρουμφάκια μέσα στη νύχτα. Αλλά μετά κατάλαβα, όταν εκσφενδόνισαν την πρώτη μπάλα που έβγαζε καπνό που σε έκανε να κλαις ασταμάτητα, ότι τούτα τα ανθρωπάκια δεν ήτο τα Στρουμφάκια, αλλά άλλο πράγμα! Ασύλληπτο, ανέκφραστο, ανέραστο, αγριευτικό!
Και να τα! Να τα πάλι τ' ανθρωπάκια που δεν ήταν Στρουμφάκια! Να τα πάλι μπροστά μου. Είχα να τα καμαρώσω από τόσο κοντά από τότε που ήμουν φοιτήτρια... Κάθετα παραταγμένα σε κεντρικό δρόμο των Αθηνών, εκτεθημένα στα βλέμματα των Αθηναίων, με μάσκες κατά της ασφυξίας που τα ίδια προκαλούν και... σαν κάτι να περίμεναν. Κάτω από χριστουγεννιάτικα φωτισμένα, κρεμασμένα σε κολώνες ΔΕΗ, δεντράκια. Οξύμωρον το σχήμα!
Κοίταξα πίσω μου, αν έρχονται οι ταραξίες και οι κουκουλοφόροι, οι επικίνδυνοι ροπαλοφόροι. Πουθενά απειλή! Μπροστά μου τα "όχι Στρουμφάκια", πίσω μου ο άδειος δρόμος. Και αυτά, εκεί, ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα.
Είπα να πάω να τα ρωτήσω τι περιμένουν. Αλλά ο Ανθρωπάκος μέσα μου με απέτρεψε!"Άντε καλέ, πού να πλησιάσεις, να φας και καμιά ξανάστροφη! Αυτά πετούνε κάτι μπάλες στρογγυλές που σε κάνουν να κλαις. Πήγαινε για το γιαούρτι σου και άσε τις επαναστάσεις, τα κινήματα και τις παλικαριές για άλλους ...πιο μικρούς!" Και έκανα να τους προσπεράσω! Αμ, έλα που η κακή μου τύχη, δεν με ακολουθούσε κατά πόδας, αλλά πήρε τα στενά και ακόμη τρέχει!
Ένας από τα "όχι Στρουμφάκια", μάλλον ο "όχι Παπαστρούμφ" τους με ρωτά, πλησιάζοντάς με πολύ: "Εσύ μωρή, πού πας;"
Αυθόρμητα απάντησα: "Για γιαούρτι".
" Άει, βρε βλαμμένη!", ήταν η απάντηση. "Δεν περνάς, δεν πας πουθενά!".
Είπα να μην απαντήσω. Πού να καταλάβει ο "όχι Παπαστρούμφ" πόσο το θέλω αυτό το γιαούρτι! Έκανα στροφή, αμήχανη και σαστισμένη 180 μοιρών, σαν γύρος σε σουβλατζίδικο και... αμάν βρέθηκα πάλι μπροστά του.
Σκύβει, με κοιτά, γιατί ήταν και ψηλός πολύ και με φωνή που ακουγόταν σαν εξωγήινη, μέσα από τη αντισφυξιγόνα του ξαναλέει:"Λέμε δεν περνάς, δεν περνάς!!!".
-Περνά, περνά η μέλισσα;
-Τι;;;
Ο "όχι Παπαστρούμφ" έπαθε σύγχυση! Ήταν η σειρά μου να περάσω στην επίθεση...
-Πεντόβολα παίζετε;
Τότε έφαγα μια σπρωξιά, με κάτι που θύμιζε ασπίδα γενναίων Ελλήνων προγόνων στη μάχη του Μαραθώνα, αλλά νιου βερσιόν, πιο χάι τεκνόλοτζι ένα πράμα!
-Καλά ντε, φώναξα, παραπατώντας.
Έκαμα μεταβολή και απομακρύνθηκα σε απόσταση ασφαλείας. Όμως κάτι με έτρωγε. Έπνιξα ξάφνου τον Ανθρωπάκο βαθιά σε μια τσέπη της καρδιάς μου, γύρισα και φώναξα:
" Ε ρε, γιαούρτι που σας χρειάζεται!"
Πήρα να τρέχω. Χώθηκα σε στενό. Ένα μίνι μάρκετ ανοιχτό στ' αριστερά μου. Μπήκα, πήρα δύο κεσεδάκια. Ένα για το σπίτι και ένα ... ΓΙΑ ΤΟ ΔΡΟΜΟ! Μήπως και βρω πουθενά παρακάτω να παίζουν "μήλα"...


Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Η Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών...


Το χέρι με τη μορφή όπλου προκαλεί. Το όπλο σημαδεύει. Στην εποχή της πληροφόρησης, η εικόνα αδιάψευστος μάρτυρας.
Τώρα άκουσα στις ειδήσεις ότι τους τέλειωσαν και τα δακρυγόνα. Προτείνω να ξεκινήσει έρανο η Ελληνική Βουλή να συνδράμει την έλλειψη πυρομαχικών. Τώρα, όχι αργότερα. Υπάρχουν και άλλα παιδιά που δεν έχουν πεθάνει ακόμα. Υπάρχουν και άλλα που δεν τα δείρανε ακόμα και μερικά που δεν ξέρουν τι σημαίνει δακρυγόνο. Και είναι αμαρτία και έγκλημα μεγάλο να στέκονται όρθια, προκλητικά, θρασύτητα απέναντι από πάνοπλους αστακούς και να πετούν νεράντζια-τα πορτοκάλια είναι ακριβά-πέτρες και μπουκάλια νερό.
Ναι!Ήταν εξοστρακισμός! Η σφαίρα έφυγε, χτύπησε πρώτα σε ένα περίπτερο, μετά σε ένα φανοστάτη, κατόπιν στο κράσπεδο και ... τι ατυχία, βρήκε στην καρδιά! Να συλληφθούν πάραυτα το περίπτερο, ο φανοστάτης και το κράσπεδο. Να οδηγηθούν στη ΓΑΔΑ, ν' ανακριθούν και να δικαστούν. Να τιμωρηθούν παραδειγματικά!
Δεν αντέχω να κυκλοφορώ ανάμεσα σε τόσους εγκληματίες! Έχω αρχίσει ν' αποφεύγω τα περίπτερα. Τα προσπερνώ, τηρώντας απόσταση ασφαλείας. Ούτε στο πεζοδρόμιο δεν περπατώ. Μου πέφτει κοντά το κράσπεδο. Στη μέση του δρόμου περπατώ,για πιο σίγουρα. Και έπιασα τον εαυτό μου να βαδίζει με το κεφάλι να κοιτά ψηλά και να εντοπίζει πού υπάρχουν φανοστάτες. Σβηστοί ή αναμμένοι... ξέρω εγώ πότε θα τους τη δώσει και θ' αρχίσουν να πυροβολούν;;; Ε;
"Φύλαγε τα ρούχα σου, για να' χεις τα μισά" έλεγε η γιαγιά μου. Τώρα περικυκλωμένα βρίσκονται και τα αστυνομικά τμήματα πολλών πόλεων. Μήπως να πάμε να τα περιφρουρήσουμε; Θα τό'θελα, αλλά φοβάμαι η κακομοίρα τα περίπτερα, τα κράσπεδα και τους φανοστάτες. Δε λέει. Θ' ακούσω τη συμβουλή της γιαγιάς μου.
Λέω να την παραφράσω κιόλας τη συμβουλή αυτήν και να πώς: "Φίλαγε τα παιδιά σου για να' χεις έστω τα μισά". Κοντά τους νιώθω πιο ασφαλής! Αλήθεια το λέω! Άντε από νεράντζ ι και πλαστικό μπουκάλι ν' αποκτήσω κανά καρούμπαλο. Το πολύ-πολύ...

"Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της ή τα δαγκώνει στο λαιμό", είπε ο ποιητής! Μάλλον, αν ζούσε σήμερα, θα έγραφε: Η Ελλάδα τα χτυπά με γκλοπ ή τα πυροβολεί...

Η Ελλάς των Ελλήνων Χριστιανών...

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

"ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ...ρε!"


Τέρμα τα ψέμματα. Τελειώσανε τα ψεύδη σας. Οι πιτσιρικάδες σάς πήρανε χαμπάρι.

Ο ένας πιτσιρικάς κρατούσε μολότωφ. Άρα καλώς που είναι νεκρός.
Ο άλλος έπεσε πάνω του μια ζαρντινιέρα και μετά αφήνιασε ένα μηχανάκι και τον χτύπησε. Έτσι, λογικώς ήρθε και μπλάβιασε.
Μετά κυνηγήθηκαν ένα παιδί μαζί με τα πράσινα παπούτσια του. Άρα ορθώς συνελήφθηκαν αυτός και τα υποδήματα.
Τώρα μια σφαίρα εξοστρακίστηκε και βρήκε -ούτε σημάδι να το' χαν βάλει το παιδί- ευθεία την καρδιά του...και φυσικώς υπέκυψε.
Στο τραύμα. Στο τραύμα του. Και έγινε το τραύμα μας.

Σε εσάς τους πολιτικούς μιλώ, που έχετε ένα δικτάτορα βαθιά μέσα σας και έχει αρχίσει εδώ και καιρό και βγάζει τα νύχια του μέσα από τα καλοσιδερωμένα κουστούμια σας και μας ματώνει και μας σκοτώνει.
Σε εσάς που αναπαύεστε στους παχυλούς μισθούς σας,
στους δερμάτινους καναπέδες σας,
στις βίλες και στις μετοχές σας,
στις πισίνες και στις καταθέσεις σας.

Σε εσάς μιλώ που έχετε το θράσος να λέτε πως συσκέφτεστε για μας, αποφασίζετε για μας, αλλά αποφασίζετε μόνο:

για το καλό σας, των παιδιών, των γυναικών, των πεθερών σας...
για τη συνέχεια των οικογενειών και των τζακιών σας...
για το φούσκωμα από χαρτονομίσματα των παντελονιών σας...
Δεξιά και Αριστερά!

Μα το ποτήρι λίγο λίγο γέμιζε.
Ούτε και εμείς οι ενήλικες πήραμε χαμπάρι το πώς!
Και τώρα ήρθε και ξεχείλισε. Τα παιδιά το είδαν πρώτα.

Το ξέραμε πως το χέρι που χτυπά, κρατώντας γκλοπ και το πόδι που μας κλωτσά είναι το δικό σας.
Αυτοί που σκοτώνουν είναι η προέκταση των επιθυμιών σας,
των εφιαλτικών μυαλών σας,
των ψυχρών ψυχών σας.
Πλέον, είστε η κατάρα της πατρίδας μας.
Είστε η σαπίλα
παλιών και βάρβαρων εποχών,
που αναγεννάται μαζί:
με τα ξεπουλήματα,
τα ρουσφέτια,
τις αρπαχτές,
τα πληρωμένα παιχνίδια σας
τις κομπίνες σας
την ασυδοσία σας,
την αερολογία σας,
την χυδαιότητά σας,
την αλαζονεία σας,
και την αναλγησία σας.
Και τα παιδιά;

Με τους τρομονόμους σας πια δεν τα φοβίζετε.
Με τους ένστολούς σας πια δεν τα τρομάζετε.
Με τους προβοκάτορές σας δεν τα αποπροσανατολίζετε.

Με αυτά και με αυτά πάλι δεν με πήρε ο ύπνος. Έτσι...

Σήμερα πήγα στο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα... Αυτή η λέξη πια έχασε το νόημά της.
Σύνταγμα...Ποιο ΣΥΝΤΑΓΜΑ;;;
Ποιο άρθρο του και ποια διάταξή του;
Τι ισχύει από όλα αυτά;

Μια σφαίρα ένιωθα στην καρδιά μου, σφηνωμένη... Και εγώ, όπως και χιλιάδες κόσμου, 4 μέρες τώρα... ώσπου είδα τα πρόσωπα των παιδιών. Πότε να χαμογελούν και πότε να θυμώνουν.
"Μαρία και συ εδώ;"
"Χρήστο έχεις μαζί σου νερό;"
"Μάκη να πάρεις τηλέφωνο και τα παιδιά να έρθουν. Πες τους να έρθουν. Είμαστε όλοι εδώ".

Φωνές παιδιών γύρω μου. Καθισμένα οκλαδόν, να μιλούν. Πηγαδάκια με κασκόλ και σκούφους. Και άλλα όρθια. Καμιά 15αριά μέτρα πιο κει από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Ανάμεσά τους οι ένστολοι. Προστάτευαν από τα παιδιά τα μάρμαρά του. Και πιο πέρα οι ασπρογιακάδες της Βουλής. Βγαίναν από την κεντρική πύλη της Βουλής, κάναν χάζι με την κουστουμιά και το υφάκι τους και μετά ξαναμπαίναν μέσα. Κάποιοι από αυτούς έφευγαν με έναν χαρτοφύλακα. Α, ναι πάντα ο χαρτοφύλακας...Κυρίως ο χαρτοφύλακας. Να σωθεί, να κρατηθεί, να παραδοθεί. Έχει υπογραφές για λεφτά. Πολλά λεφτά. Έχει μέσα και μια ισχνή συνείδηση και ένα κάτισχνο ήθος. Και το παλιό Παλάτι του Όθωνα, αφού έγινε Βουλή, βόλεψε τη βολή, το παραδάκι τη μάσα, την κουστουμιά, την ασυνειδησία, το πολιτικό έγκλημα.

Και τα παιδιά;

Κάποια πέταξαν νεράντζια. Κάποια άλλα φώναζαν συνθήματα. Μετά ήρθαν και άλλοι ένστολοι. Τα περικύκλωσαν. Αυτά καθισμένα κάτω.

Κάποιο φώναξε:" Είσαι κεφτές,γιατί δε βλέπεις ότι το πρόβλημά σου και το πρόβλημά μου είναι αυτοί εκεί πίσω. Και αντί να τα βάλεις μ' αυτούς τα βάζεις μαζί μου. Γι' αυτό σε λέω κεφτέ! Κατάλαβες;"
Μια πιτσιρίκα πήρε το λόγο: "Εμείς φυλάμε τις Θερμοπύλες μας και εσύ τις Θερμομίζες τους. Είσαι και εσύ των 700 ευρουδακίων γρανάζι, όπως και εγώ, αλλά σε ρωτώ σου φθάνουν για να ζήσεις; Σου φτάνουν ρε;"

Εκείνο το "ρε" έριξε 2 δακρυγόνα...

Τα παιδιά έβηχαν, έκλαιγαν. Κάποια έκαναν να σηκωθούν. Κάποια άλλα τα συγκράτησαν.
"Εδώώώ! Μείνετε εδώ! Αυτοί πρέπει να φύγουν, όχι εμείς." Έπεσαν απάνω τους τα κανάλια και οι κάμερες και οι φωτογράφοι...Αλλά αυτά εκεί.
Δεν έφυγαν. Ξανακάθησαν.
Δυο τρία κινήθηκαν με περίσσιο θάρρος προς τους Ματατζήδες.
Εκείνα τα καθισμένα ζητούσαν όλα νερό. Έφτυναν και έκλαιγαν. Έμειναν όμως εκεί. Παρέμειναν εκεί.
Πολλά όρθια έτρεξαν να φέρουν νερό.

Είναι βαριές οι Θερμοπύλες. Είναι κομμάτι βαριά και τα όνειρα. Αυτά που έχουν και τους τα στερούν οι πολιτικάντηδες, οι εκμαυλισμένοι των θρόνων. Οι "300 του Εφιάλτη" κοιτούσαν ακόμα. Ένας γελούσε κιόλας. Τον έβλεπα. Αγκυροβολημένος στην άνεσή του, στη σιγουριά του παραπετάσματος της εξουσίας του.

Οι ώρες περνούσαν. Οι 15άρηδες εκεί. Καθισμένοι!

Το πλήθος σιγά σιγά αραίωνε. Οι "300 του Λεωνίδα", οι πάνω-κάτω 15άρηδες έμειναν εκεί. Πήρε να σουρουπώνει. Έφυγα. Γύρισα σπίτι. Τα κανάλια έπαιζαν τις σκηνές που είχα δει από κοντά.

Και μετά ήρθαν οι δηλώσεις. Η βαλλιστική, ο μάλλον εξοστρακισμός, ο δικηγορίσκος με το ύφος χιλίων καρδιναλίων, σαν το πραίτωρα μιας εκχυδα'ι'σμένης αυτοκρατορίας.
Το πλοκάμι μιας άλλης εξουσίας-της "δικαιοσύνης"- εξέθετε με λογίδριο το υπόμνημα του πυροβολισμού, πάνω στο μνήμα του 15άρη.
Και μας εξέθετε άλλη μια φορά στα μάτια των παιδιών.

Έχει η σαπίλα πολλά πρόσωπα.
Έχει η ένδεια της ηθικής και άλλα πρόσωπα.
Έχει και Βουλή στην Ευελπίδων!
Έπειτα θα πάρει και αυτός ο πραίτωρας το χαρτοφύλακά του και την τσάντα του τη δερμάτινη, την ακριβή, την παραφουσκωμένη και θα πάει στη Βούλα, στη δική του βίλα...

Ίσως ο χαρτοφύλακας που είδα το πρωί να προοριζόταν γι' αυτόν...
Ίσως να είχε μέσα τα λεφτά που προορίζονταν για τον πραίτωρα...
Ίσως να πουληθεί άλλη μια φορά η αλήθεια μπροστά στα μάτια των παιδιών.

Μου ήρθε χωρίς σκέψη μια πρόταση στο μυαλό από μια μικρή, με κοντό μαλλί, από εκείνα τα καθισμένα το πρωί μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, θυμάμαι. Ήταν εκείνο το λιγνό κορίτσι με το χλωμό πρόσωπο, που μασούσε τσίχλα και είπε εκείνο το "ρε" που έριξε τα δακρυγόνα.

"Κάτω τα χέρια από τα όνειρά μας... ΡΕ!"

Εκεί, ανάμεσα στους 300 του Λεωνίδα, ρε!
Εκεί, με το σκουφί και την κονκάρδα που έγραφε "peace" με ροζ γράμματα, ρε!
Εκεί, με τη θλίψη και το χαμόγελο αγκαλιά, ρε!

Εκεί θα είναι ακόμα, ρε!
Εκεί θα κάθεται ακόμα, ρε!

Εκεί, θα μείνει και θα στοιχειώνει εκείνο το "ρε"...

Σαν το Ρο ανάμεσα στο ΣΦΑΙ και το Α.
Σαν τα Έψιλον της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ... ΡΕ!


Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2008

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕ...ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ, ΜΙΚΡΕ ΜΟΥ ΦΙΛΕ

Έτσι αναίτια, έτσι ανέστια, ανάδελφα και απάνθρωπα...Έτσι στα κρυφά, στα μίζερα, στα τυφλά μια σφαίρα καρφώθηκε στο στήθος σου...στο στήθος μας! Δεκαπέντε χρονών μόνο και ήδη νεκρός!
Μια σφαίρα σφύριξε και έπεσε απάνω σου. Μια σφαίρα ξεπρόβαλε από κάννη όπλου και σφηνώθηκε πάνω στο στέρνο σου. Τα νέα του φευγιού σου έφτασαν από τα Εξάρχεια-εδώ μένω- στο κινητό μου." Έφυγε και ο Αλέξανδρος...". Η φωνή κλαμμένη, τρεμόπαιζε. Η φωνή φίλου δεν είπε τίποτα άλλο. Έμεινα βουβή με κρεμασμένο για δευτερόλεπτα το κινητό στο αυτί μου.
"Όπως τότε με το Μιχάλη τον Καλτεζά, το Νίκο τον Τεμπονέρα..."
Ο Μιχάλης, ο Νίκος, ο Αλέξανδρος τώρα...
Ντύθηκα, βγήκα στο δρόμο παίρνοντας μαζί μου ένα κεράκι. Προχωρώντας τ' άναψα. Εκεί που συναντώνται δρόμοι. Και άλλοι σιωπηλοί, βουβοί, σκυθρωποί, θυμωμένοι...Όλες οι ηλικίες, γυναίκες-άνδρες- παιδιά σε μια πορεία από σκιές να πλανώνται στους δρόμους...
ΓΙΑΤΙ;
Αυτό το "γιατί" με στοιχειώνει. Αυτό το "γιατί" μας στοιχειώνει...
Στοίχειωσε και άλλους πολλούς, που ξεχείλισαν θυμό και οργή.
Θυμήθηκα τον Ελύτη:"όπου ακούς για Τάξη, ανθρώπινο κρέας μυρίζει".
Φιγούρες μικρές, φιγούρες ψηλές ξεπρόβαλαν στους δρόμους από το πουθενά. Γύρω, παντού, στο Πολυτεχνείο και αλλού. Έφηβοι, νέοι, άνεργοι, γενιά των 700 ευρώ, των πλειστηριασμένων σπιτιών, της απάτης των πολιτικών, της διαλυμένης παιδείας, της ξεφτιλισμένης σύνταξης, της ξεπουλημένης πατρίδας, της ανύπαρκτης Πολιτείας χορεύουν ακόμα γύρω από φωτιές, με πέτρες και καδρόνια, με πυρπολημένη καρδιά, χορεύουν γύρω από φλόγες οργής.
Γέμισε η πόλη, γέμισαν οι πόλεις. Γέμισε το κέντρο μέσα και έξω από κάγκελα, πίσω και μπρος από πανώ. Παντού το όνομά σου Αλέξη, Αλέξανδρε, Αλέκο μας, μικρέ μου φίλε.
Όχι, δε σε ήξερα, δεν έτυχε να συναντηθούμε, δε φρόντισε η τύχη να σε δω καθισμένο στο θρανίο, να σου μιλήσω. Αλλά σε ξέρω. Είσαι το παιδί μου, είσαι από τα παιδιά μας. Είσαι, δεν ήσουν. Είσαι και θα είσαι. Εδώ...
Μόνο στάσου λίγο, πριν φύγεις για τα ψηλά, πριν βγάλεις τα άσπρα σου φτερά και πετάξεις. Να σου κρατήσω το χέρι της καρδιάς και να σου ζητήσω...

ΣΥΓΝΩΜΗ...

Συγνώμη Αλέξη μου, που η γενιά μου δε σε αγάπησε, δε σας αγαπά. Συγνώμη που ξεχάσαμε πως ήμαστε και εμείς κάποτε νέοι. Συγνώμη που σε ματώσαμε και σε πετάξαμε μαζί με τα όνειρά σου, μαζί με τα χρόνια και το χαμόγελό σου.
Αλέξη μου, μικρέ μου φίλε, παιδί μου, άγγελέ μου...Συγνώμη και από μένα, που δεν έτυχε να είμαι εκεί. Συγνώμη αγόρι μου γλυκό, χαμόγελο και ελπίδα μου. Για άλλη μια φορά σκότωσα μαζί με σένα και εμένα.
Πάλι και απόψε θα βγω με ένα κεράκι στους δρόμους, μήπως και σε βρω, να σου πω από κοντά...
"Συγνώμη μικρέ μου φίλε...
Καλό ταξίδι"


και

Συγχώρεσέ με...


Συγχώρεσέ μας!

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2008

ΓΡΑΜΜΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ


Εκλαμβάνω την ουσία
του Θαύματος σου

από τα όρια στον ουδό...

της αίσθησης


και θέτω... Αμαρτήματα ενώπιόν σου,
λυγίζοντας στο χάος...
μνήμες πάναστρες,
που θυμίζουν φιλιά σε μετερίζια..και.
Φράσεις, όπως το "Σ' αγαπώ"και "σε σκέφτομα
ι".

Επισημαίνω δε, αδυναμία
στο όραμα
να επαναπροσδιορίσω
τη συγκεκριμένη στιγμή...
στο Μέλλον.

Αυτήν που λείπεις,
που πάντα λείπεις,
που μου λείπεις...

Το Παρόν διασκελίζω,
υποβασταζόμενη
από εκρηκτικά...
συναισθήματα, μήπως και αλλάξω το Σχέδιο...

της πλοκής ολόκληρου του Κόσμου μου.


Και αρχίζω να τραβώ γραμμές παράλληλες.
Με το χέρι
να κρατά και να σχεδιάζει
την εικόνα από την Αρχή, μονολογώντας:


-Είναι αυτό εφικτό;
-Να σου λείπω;
-Πάντα να σου λείπω;

Και οι γραμμές φτιάχνουν το σχήμα
που τους δίνω,

αν και δε θέλω
και δεν μπορώ!


Αναδιευθετώ τα σύνορα... και τότε...
Είναι...που μου κρατάς το χέρι
και σβήνεις με γομολάστιχα
κάθε παράλληλη γραμμή.

Τις θέλεις όλες τη μία πάνω στην άλλη.
Την εμμονή σου αυτή
μετά εννόησα,
μετά πολύ και κατανόησα.

Να που σου λείπω...λοιπόν!

Ώσπου έμεινε στο χαρτί
μια βαριά, βαθιά γραμμή...
Περασμένη με μολύβι 2 φορές.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2008

ΦΙΛΤΡΑ

Φίλτρα γυαλιά φορώ,
για να κόβω τα μάτια μου στον ήλιο.


Φίλτρα φορτώνω στις εικόνες μου,
για να χαλνώ το φυσικό.

Φίλτρα βάζω στις αισθήσεις,
για να μάθω να μην αποζητώ...

Και τώρα ψάχνω φίλτρα μαγικά,
που βοηθούν διαγραφές στη μνήμη.

Δεν αστειεύομαι...

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2008

ΕΚΕΙ ΠΟΥ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ...

Εκεί που τ' αγάλματα λούζονται στο φως,
έκλεψα χρόνο και γλίτωσα από τη ματιά του φύλακα.
Και είχε αρχίσει να γέρνει το κεφάλι του
στο μαξιλάρι-σύννεφο ο ήλιος
και η μεγάλη αλυσίδα κλείδωσε τον τόπο.

Και έμεινα εκεί, ανάμεσα στ' αγάλματα,
άγαλμα και εγώ,
μην τα φοβίσω και αρνηθούν τον περίπατο.


Νύχτα τα είδα να κατεβαίνουν από τα βάθρα τους,
να σιώνουν τους χιτώνες τους
και άλλα γυμνά ν' ανατριχιάζουν
από τη γύμνια τους μέσα στην ομίχλη.

Τα είδα να κλαίνε
για τους χαμένους αιώνες
μιας και μόνης μέρας,

για τη ζωή που τους έκλεψε ο γλύπτης,
για το μάρμαρο που τα σκλάβωσε,
για τα φιλιά που δεν πρόλαβαν να δώσουν
-και για 'κείνα που δεν πήραν-

για τους άξεστους τουρίστες που απαθανατίζουν την ακινησία,
για την κατάρα που τα θέλει να ζουν τη νύχτα μόνο,
για το σώμα που ' θέλαν ν' αγκαλιάσουν και δεν το' χουν πια,
για τις λέξεις που κλειδώνονται από την πέτρα,
για τα εισιτήρια που κόβει το ακούνητο του πέλματος...

Και πιάσαν να πλανούνται στο χώρο κάτω από τα πόδια του Ολύμπου.
Σέρναν τα βήματά τους, μουδιασμένα από την πολύωρη στάση στο έδαφος.

Βογγητά, λυγμοί και αναστενάγματα πίσω από ένα Πλάτανο...
Τα είδα στο αχνοφέγγαρο.

Ήταν τα δυό τους, όρθια, στόμα με στόμα.,
Με χέρια που' λείπαν, δεν είχαν τρόπο στον Έρωτα.
Μόνο τα χείλη έμειναν ν' ανάβουν τη φλόγα.
Ένας Απόλλωνας και μία Ίσιδα να σιγοψιθυρίζουν λαχτάρα.
Τα δυο τους θρηνούσαν την αδυναμία ν' ακουμπήσουν
δάχτυλα και παλάμες
στους λαγώνες,
στους μηρούς,
στο στήθος.

Με τα δόντια γύρευαν ν' απαλλαγούν από τα ρούχα.
Με τη γλώσσα έψαχναν
το λοβό των αυτιών,

το φίλημα στα βλέφαρα,
τα λόγια που φλογίζουν.
Και έτσι όπως πάλευαν να σβήσουν το άναμμα της ανάγκης τους
στο σώμα του άλλου,

έπεσαν με γδούπο,
χάνοντας την Ιερή Υπόσταση που τα φιλοτέχνησε,
να την υπενθυμίζουν.


Θρύψαλλα, κομμάτια, κεφαλές απόμειναν στο χώμα.

Τα βρήκε ο φύλακας πρωί-πρωί και τα θρηνούσε,
που έχασε ο χώρος τέτοια απολιθώματα του παρελθόντος.

Όμως αυτά χαμογελούσαν,
μεσ' την αιώνια Συν- Ουσία!

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2008

ΕΜΕΝΑ ΕΚΕΙ ΘΑ ΜΕ ΒΡΕΙΣ

Μη με ψάξεις όπου να' ναι! Εμένα δε θα με βρεις όπου κι όπου! Εγώ πάω σε μέρη εκλεκτά.

Εκεί δεν περισσεύουν λόγια και πράξεις.
Εκεί συναντώνται ελεύθερες ψυχές.
Εκεί ο ήλιος ανατέλλει και δύει στην ώρα του.
Εκεί η Σελήνη παίζει "περνά περνά η μέλισσα"με τ' αστέρια της.
Εκεί το σκάνε οι μυρωδιές από το αγιόκλημα και συναντούν τη γαρδένια και το βασιλικό.
Εκεί τα σύννεφα και η βροχή αργούν να έρθουν.
Εκεί δεν έχει κοσμοπλημμύρα και βουητό με ομίχλη για συνοδό.
Εκεί ακούγεται μόνο το αγέρι να φυσά, το κύμα να παραμιλά και ο τζίτζικας εκεί τρελλαίνεται να δίνει συναυλίες.



Μη με ψάξεις όπου να' ναι!
Μη με ψάξεις όπου κι όπου!

Να πας εκεί που τα όνειρα βρίσκουν χώρο να ξαπλώσουν και σκιά δένδρων τα χα' ι'δεύει.

Να πας εκεί που υπάρχει χρόνος να μιλήσεις, με γέλιο και με κλάμα.
Να πας εκεί που υπάρχει η αγκαλιά δίπλα να στέκει στη χαρά και στο δάκρυ.
Να πας εκεί που θα' χεις πολλούς ανθρώπους μέσα σου, αν και γύρω δε θα' ναι ψυχή.
Να πας εκεί που μοιράζουν χαμόγελα ανθούς και φιλιά λεβάντες.
Να πας εκεί που λένε οι αισθήσεις "παρών" και παίρνει αποβολή το Αύριο.
Να πας εκεί που αντηχούν ακόμα φωνές ανθρώπων που έφυγαν, μα δε σε ξέχασαν.
Να πας εκεί που χέρια απλώνουν το ουράνιο τόξο με αόρατα πινέλα πάνω σου.
Να πας εκεί που παίζουν μπάντες μεθυσμένες μουσική παιδιών.

Εκεί που έχει μόνο εσένα και εμένα!

Εγώ, όσο και αν ταξιδεύω, πάντα θα γυρίζω εκεί.
Και αν -κατά λάθος -
με χάσεις ή
η ζωή μας νικήσει στο παιχνίδι...

Τώρα ξέρεις!

Εμένα εκεί θα με βρεις!

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Αλλού η Τράπεζα και αλλού το όνειρο!




Ξημέρωσε! Ωραία μέρα, είπα χτες. Θα σηκωθώ, θα φτιάξω την καφεδιά μου, θα λουφάρω μπροστά σε ένα βιβλίο, θα καβατζάρω το χρόνο και ας γίνεται του κάγκελου στους δρόμους και ας πέφτει βροχή… Εγώ θα επιμείνω να περνάω καλά με τον εαυτό μου και ν’ αντιστέκομαι στη λούμπεν κατάσταση που μας έχουν ρίξει. Θα χαϊδευτούμε με τις γάτες μου και θα την περάσουμε όνειρο….
Και τότε χτύπησε το ρημάδι το έφωνο και βγήκα από το όνειρο…
-Ναι, σας παίρνουμε από την Τράπεζα…
-Δεν έχω πουθενά λογαριασμό.
-Μα γι’ αυτό σας παίρνουμε.
-Δε θέλω τίποτα, ευχαριστώώώ!
Είπα να είμαι ευγενής. Αλλά η φωνή από την άλλη άκρη επέμεινε.
-Μα, θα πάρετε δώρο μια πιστωτική…
-Ε, δε θέλω τίποτα…
-Μα ακούστε να σας πω…
Δεν κάθισα ν’ ακούσω. Έκλεισα το ακουστικό.
Όχι, αγάπη μου! Δε θα μου σπάσετε τα νεύρα! Δε θα σας αφήσω να μου χαλάσετε τη μέρα. Δε θέλω τα λεφτά σας. Να τα βάλετε στις τσέπες σας και με το συμπάθιο να τα χώσετε βαθιά εκεί… Όσο τέλος πάντων προλαβαίνετε… Ό,τι τέλος πάντων προλαβαίνετε. Αλήθεια τα 28.000.000.000 € που σας δίνουν από τις τσέπες μας, δε σας φτάνουν;
Επέστρεψα στο βιβλίο μου. Το έφωνο ξαναχτύπησε. «Ε ρε γλέντια», είπα φωναχτά. Ξανά η κλήση ήταν με απόκρυψη. Θες η περιέργεια, θες η γυναικεία φύση μου…
Το σήκωσα και πάλι. Αποδείχτηκε μέγα το λάθος. Καλούσαν από άλλη τράπεζα και αυτή τη φορά δεν ήμουν ευγενής. Πέταξα την ευγένεια μαζί με τη συνήθεια να μιλώ στον πληθυντικό, όπως με είχε μάθει η μαμά μου.
-Σας καλούμε από την τράπεζα…
-Δε θέλω!
-Τι δε θέλετε;
-Τα λεφτά σας!
-Μα…
-Δεν έχει «μα»! Βγήκες στη γύρα, με εντολή ανώτερου να μου τάξεις χρήμα και διευκολύνσεις και πιστωτική και δάνειο, για να μου τα πάρετε διπλάσια. Έλα όμως που δεν έχω να μου πάρετε τίποτα. Οπότε, αν ήμουν κάθαρμα, θα σου έλεγα «ναι» και μετά, άντε να με βρεις να μου πάρετε αυτά που δεν έχω. Γι’ αυτό, επειδή μου τελειώνει η υπομονή, για να μην ακούσεις ό,τι έχω να σούρω σε είδος βόθρου, κλείσε το τηλέφωνο για να μην πληρώσεις εσύ το γενικό λογαριασμό!
Άκουσα το τηλέφωνο να κλείνει! Θα τρόμαξε, σκέφτηκα!
Αμ δε! Το έφωνο ξαναχτύπησε. Τώρα το σήκωσα και αν έκανα να δω το πρόσωπό μου εκείνη τη στιγμή στο καθρέφτη, θα είχε σίγουρα μια μωβ απόχρωση.
-Διατάξτε, είπα! Κόκκαλο ο άλλος από την άλλη πλευρά! Μερικά δεύτερα σιωπή και μετά…
-Γεια σας! Σας καλώ…
-Ξέρω από τράπεζα και θέλετε να με ενημερώσετε για ένα δάνειο με χαμηλό επιτόκιο για την ταφόπλακά μου!
- Παρακαλώ;
-Εγώ σε παρακαλώ! Πες στην τράπεζα που δουλεύεις πως σας έχω γραμμένους και εσένα και τον τραπεζίτη που σε πληρώνει και δώσε μου έναν ανώτερο να τ’ ακούσει αυτός, γιατί εσύ για το μεροκάματο πας και δε φταις ν’ ακούσεις ό,τι έχω μαζέψει σε τόνο, μαζί με μπόλικους διαόλους και τριβόλους, αγόρι μου!
Και πάλι η γραμμή έκλεισε απότομα!
Αμ δε, που θα σας περάσει, σκέφτηκα. Θα σας σπάσω εγώ τα νεύρα!
Με τούτα και με τ’ άλλα η ώρα είχε περάσει. Ντύθηκα, ετοιμάστηκα η χριστιανή, είπα να μην πάρω τη μηχανή, γιατί θα βρέξει… Το’ χε πει εκείνος ο εύχαρης κύριος, που μέσα από το χάρτη της Ελλάδος μας προβάλλει και λέει πού θα στάξει και πού θα βρέξει.
Βγήκα στο δρόμο. Πήχτρα ο κόσμος και το ντουμάνι και εγώ σαν τρελή και αλλοπαρμένη να ψάχνω για ταξί στην Πατησίων, γιατί τα νεύρα μου είχαν σπάσει από τα έφωνα και έτσι κορδόνια που ήταν μου έπαιρνε ώρα να τα στρώσω και δεν ήμουν τώρα για δυο συγκοινωνίες απανωτές για να φτάσω στη δουλειά…
Άσε που υποσχέθηκα στο εαυτό μου, μετά τη σύγχυση που πήρα, πως δε θα περάσω έξω από Τράπεζα τους επόμενους δυο μήνες για να στανιάρω κομμάτι, αλλά θα κάνω το τετράγωνο για να μην πέσω μπροστά σε καμιά και ας ξεποδαριαζόμουν.
Υπολόγιζα όμως κατά πως φαίνεται χωρίς τον τραπεζίτη. Με σηκωμένο το χέρι, μέσα στη βροχή, μετά από 17 λεπτά βρήκα το κίτρινο τουτού που θα με πήγαινε, βρεγμένη μέχρι το οστόν, στη δουλίτσα μου. Μπήκα, κάθισα, καλησπέρισα. Μπροστά κύριος τάδε, με κουστουμιά, μανικιούρ, πεντικιούρ και αρώματα, καθόταν με ύφος «πάω να κοιμηθώ στο Χίλτον» και ρητόρευε. Πολύ αμφιβάλλω αν είχε πάρει είδηση πως μπήκα και εγώ στο ταξί.
Δυστυχώς για εκείνον δεν άργησα να καταλάβω πως αυτός είναι γέννημα θρέμμα τραπεζίτης και πως του χάλασε το μεταφορικό και χάρη μας έκανε και τιμή μεγάλη που πήρε το ταξί και ακούμε και μια σοφή κουβέντα και εμείς τα καημένα και ανέλυε με περισπούδαστον τρόπον τη λογική των τραπεζών, που δεν είναι, λέει, φιλανθρωπικά ιδρύματα και καλά κάνουν και προβαίνουν σε πλειστηριασμούς σπιτιών για 600 ευρουδάκια χρέος κάποιων που σπεκουλάρισαν και ας πρόσεχαν οι ηλίθιοι αυτοί, να μην είχαν τέτοια καψούρα ν’ αποκτήσουν κεραμίδι και τώρα ποιος τους φταίει για την καούρα;
Μού’ ρθε κεραμίδα! Από μωβ που ήμουν, άρχισα να μπλαβίζω και θα γινόμουν λίγο ακόμα μαύρη… μέχρι που ήρθε και μαύρισε ο ταξής…
-Άντε κατέβα κύριος, του είπε, εδώ γιατί δεν πάω παρακάτω για πάρτη σου. Η κούρσα ως εδώ ήταν για σένα και δεν πάω τη λεβεντιά σου. Μας τα έχεις κάνει φλιπεράκια τα μυαλά με τις αηδίες που μας λες. Έκανα υπομονή πολλή ώρα και σε άκουγα και έλεγα από μέσα μου «πού θα πάει; Θα το βουλώσει, άμα δεν του απαντήσω», αλλά εσύ είχες καταπιεί τη γλιστρίδα μαζί με τη ρίζα. Και άμα αναρωτιέσαι γιατί σε κατεβάζω, χάρη σου κάνω και σου λέω πως είμαι από αυτούς που για 600 ευρουδάκια μου πήραν το σπίτι κάτι χοίροι σαν την αφεντιά σου! Άντε κατέβα λέμε…
Ο κύριος τάδε γύρισε και τον κοίταξε, λες και τον είχε χτυπήσει γυμνό καλώδιο 6000 volt. Τότε πήρα εγώ την μπάλα και την αμόλησα.
-Άντε που σου λέει βρε, γιατί και εγώ είμαι από αυτούς που πάτε με τηλέφωνα και μαλαγανιές να με πείσετε να πάρω δάνειο, για να μου ρουφήξετε το αίμα μετά. Κατέβα που σου λέει.
Ο κύριος τάδε, με τη γλώσσα να έχει φτάσει στον οισοφάγο, κατέβηκε. Ούτε ομπρέλα και έξω να ρίχνει κουβάδες νερό.
Η πόρτα έκλεισε και ο ταξής ξεκίνησε. Γύρισα και κοίταξα από το πίσω τζάμι τη φιγούρα του να βρέχεται, σε μια Αθήνα μούσκεμα.
Άκουσα τον ταξή να λέει:
-Άστον να βρέχεται τώρα, γιατί εμάς μας ζεμάτισαν!
Βολεύτηκα αναπαυτικότερα στο πίσω κάθισμα. Το ραδιόφωνο έπαιζε Χατζηδάκι. Έκλεισα τα μάτια. Μόλις ξαναβρήκα το όνειρο…

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2008

ΕΓΩ ΕΠΙΜΕΝΩ!

Δε γίνεται...Δεν μπορώ... Δε μου βγαίνει! Μου είναι αδύνατο να επιβάλλω την αλήθεια του χρόνου μέσα μου. Θέλω να επιστρέφω στο Καλοκαίρι. Σε εκείνους τους μήνες που ο θεός Ήλιος γευόταν το δέρμα και η αλμύρα της θεάς Θάλασσας ξάπλωνε και απλωνόταν πάνω του.

Δε γίνεται... Δεν μπορώ... Θέλω το χρόνο να γυρίσω πίσω και να χαιδέψω την αμμουδιά, να νιώσω να περνά και να κυλά, χάνοντάς την, ανάμεσα από τα δάκτυλά μου. Έτσι όπως κυλά και ο χρόνος, περνώντας μέσα από τα κύτταρά μας και ισοπεδώνει, σκορπώντας σε χίλια κομμάτια, το άλλοτε φωτεινό πρόσωπό μας...

Δε γίνεται... Δεν μπορώ... Αδύνατον ν' αποχαιρετήσω τη μνήμη της ύπαρξης που αγαπώ, να λικνίζεται, όπως το κύμα, σε αμμουδιές που ανακαλύψαμε μαζί. Τη μνήμη, αυτήν την πολυσυζητημένη μούσα-κατάρα, αυτήν που μας ταλαιπωρεί και, παρ' όλ' αυτά την αποζητούμε, εγώ τη βρίσκω χωμένη μέσα στα καλοκαίρια μου.

Γι' αυτό και επιμένω να επιστρέφω στο Καλοκαίρι! Όχι σε εκείνα που τα διέσχιζα μόνη, πριν σε γνωρίσω... σα να περπατούσα ανάμεσα σε τόνους από άμμο και ερήμους βουνά, αλλά σε εκείνο που ξαφνικά πλέξαμε τα δάκτυλά μας και έγιναν ένα τα χέρια και τα μάτια μας. Σ' εκείνο που η στιγμή απέκτησε την αιωνιότητά της, που ο χρόνος έχασε την κίνησή του και εκπληρώθηκε η προφητεία αιώνων. Σ' εκείνο που δεν κατόρθωσα ν' αρνηθώ! Σ' εκείνο που δεν κατάφερα ν' αποφύγω...όσο και αν το επεδίωξα... όσο και αν προσπαθούσα, με σώμα και ψυχή να το κρατήσω μακριά!

Και τώρα - κοίτα το παράλογο - ΕΓΩ ΕΠΙΜΕΝΩ να επιστρέφω πάντα σε αυτό... Σ' εκείνο το Καλοκαίρι... σαν όλα τ' άλλα να' ναι πια αμελητέα!

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008

ΑΛΟΓΟ...


Έτσι σε πρωτοείδα. Ήσουν καλπάζουσα ύλη. Γέννημα μιας φάρας υπερήφανης με το μάτι ν΄αστράφτει στο πυρ του Ήλιου. Δυνατό, γενναίο, μυημένο στην ελευθερία μιας ζωής μέσα στην πρόκληση της απόστασης.

Έτσι σε είδα. Ήσουν η πράξη της κίνησης. Η ανεξαρτησία στα πόδια σου, μπλεγμένη μέσα στη χαίτη σου, καθώς κάλπαζες για να συναντήσεις τον άνεμο. Εχθρός σου καθετί που δεν άφηνε το βήμα σου να γίνει και το απόδιωχνες με το καθάριο μέτωπό σου, καθώς έμαθες να σχίζεις και να διασχίζεις με ορμή το ρεύμα του αέρα.Τα μάτια σου απύθμενα πηγάδια , που μέσα τους κρυβόταν το μπλε του ουρανού και η γνησιότητα της φύσης.

Έτσι σε αποχαιρέτησα. Γονατίζοντας μπροστά στη δύναμη της θωριάς σου και σε προσφώνησα και συμπορευτή και σύντροφο και σύμμαχο σε καλούς και δύσκολους καιρούς. Και όταν πλησίασα για να σου πω το "χαίρε και αντίο" μέσα στ' αντιφέγγισμα του βλέμματός σου είδα εσένα και εμένα σε όλη την παράλληλη πορεία μας χιλιάδες χρόνια τώρα...
καλέ μου Φίλε!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2008

ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΞΥΛΟ

Ήταν ξύλινη η ψυχή του. Και το πρόσωπό του από ξύλο. Και η φωνή του είχε το άκαμπτο του ξύλου.

Είχε αλαζονεία, φιλαυτία, εγωισμό. Υπέρμετρη δόση απόλυτης βεβαιότητας της αξίας της ύπαρξής του...το' χε και αυτό. Και απέραντο μίσος...

Υμνούσε τον εαυτό του. Ήθελε την κηδεμονία των άλλων. Απαιτούσε τον πλήρη έλεγχο των πάντων και όλων.

Δεν ένιωθε αγάπη. Δεν ένιωθε έλεος. Δεν είχε συνείδηση της αξίας του κόσμου. Δεν είχε να δώσει...

Κενός σε όλα! Και εκείνο το βλέμμα το άδειο, σαν τοπίο μετά από πυρκαγιά...
Δεν είχε να δώσει...Τίποτα...

Περπατούσε πάντα στητός και αδιάψευστος μάρτυρας της έπαρσης που διέθετε...

Ώσπου ήρθε Εκείνη που του είπε ότι ήταν από ξύλο...ολόκληρος ένα ξύλο. Ένας κορμός ξύλινος, που βγάζει μόνο τον ήχο του ξύλου, που μυρίζει σαν το ξύλο, που πονά όσο και ένα κομμάτι από δέντρο κομμένο, νεκρό, τελειωμένο, και η πυρά έτοιμο να το δεχτεί...

Τότε ήταν που φοβήθηκε. Φοβήθηκε το Θάνατο. Το Θάνατό του!
Μα ήταν ήδη αργά. Πολύ αργά!

Τον πήγε κοντά στη λίμνη. Έπιασε το κεφάλι του και του το έσπρωξε να το δει στο καθρέπτισμα των νερών. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί!

Είδε το πρόσωπό του. Τρόμαξε! Από αυτό που αντίκρισε. Από αυτό που είδε!

Και αποσβολώθηκε! Η ασχήμια του τον πανικόβαλε! Έκανε να φύγει, μα η Θεά τον πρόλαβε. Η Μπαστέτ δε συγχωρεί την κακία, την αλαζονεία, το μίσος.

Και τον έκανε ευθύς ξύλινο, όπως ήταν. Τον μεταμόρφωσε σε άψυχο κορμό νεκρού δέντρου. Μα άφησε το πρόσωπό του να διακρίνεται, έξω από το ξύλο να φαίνεται, για να θυμούνται οι θνητοί ότι οι μαύρες σκέψεις, οι σκοτεινές πράξεις τιμωρούνται...

αλλά

και

αυτό

ήταν

ΠΡΟΣΩΠΟ ΑΠΟ ΞΥΛΟ....

(ΜΥΘΟΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΙΓΥΠΤΙΩΝ για την τιμωρία του μίσους)

Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2008

ΑΓΓΙΞΕ ΜΕ...

Είμαι σαν το πλατανόφυλλο.
Άγγιξέ με!
Στο δρόμο σου θα το βρεις.
Το' χεις ανάγκη.
Μ' έχεις ανάγκη.
Σ' έχω ανάγκη!
Άγγιξέ με!

Μη φοβάσαι την επαφή,
γιατί όταν θα γίνω πια άνεμος,
πρέπει τα δάκτυλά σου
να έχουν συνηθίσει
ν' αγγίζουν ό,τι δε θα μπορεί...

να δει το μάτι,
να νιώσει το δέρμα,
ν' ακούσει το αυτί...

Γιατί και αυτό κάποτε μοιραία θα συμβεί!

Όταν δε θα' μαι πια δίπλα σου
να με νιώθεις,
εγώ μοιραία θα είμαι!
Όταν δε θα' μαι φανερή μπροστά σου,
εγώ μοιραία θα είμαι!
Όταν δε θά' χω ήχο και φωνή,
εγώ μοιραία θα είμαι!

Μα πιο πολύ απ' όλα θέλω να μάθεις
ν' αγγίζεις,
να μ' αγγίζεις...

Ξεκίνα να μαθαίνεις από τη σάρκα
που διαθέτει τούτο το πλατύ φύλλο
που κρατώ στα χέρια μου τώρα.
Κάποτε ήταν πιο τρυφερό στην αφή,
πιο πράσινο στο χρώμα,
πιο ζωντανό πάνω στο κλαδί...

Μα συλλογίσου πως και εγώ θα συνεχίσω να υπάρχω,
όταν εσύ θα νομίζεις πως έφυγα!
Ανύπαρκτη για την αφή σου,
που θα χάσει την τρυφερότητα
που της προσέφερα νύχτες και μέρες πολλές.
Ανύπαρκτη για την όρασή σου
και όμως είχα κάποτε καστανά μάτια
που σε κοίταζαν αχόρταγα.
Ανύπαρκτη στη ζωή σου
και όμως κάποτε μοιραζόμασταν την ίδια...
σαν μία...

Μη μόνο κλάψεις.
Το κλάμα σου δε θα με φέρει πίσω.
Μόνο η λαχτάρα σου να ζήσεις και άλλο.

Μέσα από σένα θα ζω και εγώ
δίπλα σου!
Μέσα στη σκέψη σου θα' χω και 'γω
ζωή!
Άγγιξέ με!
Τώρα!
Για να μάθεις
να μ' αγγίζεις,
όταν δε θα' μαι πια εδώ...

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2008

ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΚΑΤΙ ΣΕ ΠΡΑΣΙΝΟ...

Με φόντο κάτι σε πράσινο
σε σκέφτομαι πάντα...

Είναι το φανάρι στο δρόμο
που μου λέει, σαν ανάβει,
να γρηγορώ;

Είναι το τσάι που πίνω
σαν έχω κάποια βραχνάδα
στο λαιμό;

Είναι εκείνο της φτέρης
που απαθανάτιζα σε
κάποιο μακρινό βουνό;

Είναι που όλα μαζί σου
παλιά, μα ποτέ λησμονημένη,
εποχή ήταν όλα πράσινα...

Σαν το μπρελόκ
που΄χω περασμένα τα κλειδιά μου.
Σαν το το tatoo
που΄χω στον αριστερό βραχίονά μου.

Είναι όλα αυτά μαζί.
Μνήμες βαθιές και όχι αστοχισμένες.
Μνήμες που πάνω τους κλειδώνει το μυαλό.
Μνήμες που παραμένουν και επιμένουν.
Μνήμες που χαίρομαι και στο λιγοστό φως.
Μνήμες που για συντροφιά καλώ το βράδια.
Μνήμες που σα συγγενείς φιλοξενώ.
Μνήμες που' χω για ν' αγγαλιάζω κάτι,
σα μαξιλάρια...


Γιατί σε αυτό το πράσινο βρίσκω εγώ:

την ευτυχία σε ανείπωτη μορφή,
την ιστορία που δεν έχει αρχή,
το χαμόγελο σε μια δύσκολη στιγμή,
το κλάμα που' σταξε πάνω σε χαρτί,
τη φωνή που θέλει να ακουστεί,
τη σκιά που πήρε και έγινε κορμί,
το χέρι που δε σηκώνεται για ν' απειλεί,
τη λέξη που δεν πρόκειται να νικηθεί...

Και τελοσπάντων μέσα σε αυτό το
πράσινο όλο...
μόνο
ΕΣΕΝΑ!


Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

ΣΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ!

Άνοιξε η πόρτα και το φως χύθηκε ως εκεί που άντεχε να φτάσει. Μυρωδιά γαρδένιας απλώθηκε παντού και βασιλικού και μια νότα από μουσική από κάποιον τζίτζικα που φρενίτιδα τον είχε πιάσει και δεν έλεγε να σωπάσει... Η φιγούρα του σώματος που αγαπώ διαγράφεται, τυλιγμένη σε μια λάμψη εκτυφλωτική που έρχεται από τον έξω κόσμο... Υγρή από το νερό που μόλις τη δρόσισε.
Νοτισμένα πατήματα αφήνουν τα ίχνη στις πλάκες του παλιού σπιτιού,... κάπου στην Κρήτη. Με ήχο εξίσου υγρό... Έξω μια κάψα από τον Λίβα και το θερμόμετρο να πυρακτώνει το μάτι. Το σώμα ακούμπησε βρεγμένη πετσέτα απαλά σε μια ξύλινη καρέκλα, φοβούμενο πως θα με ξυπνήσει ο θόρυβος... Αλλά εγώ είχα μισανοίξει το βλέμμα και οι αισθήσεις που απέμεναν, χόρευαν τρελά, παρασύροντας τον εγκέφαλό μου να πάει και να κολλήσει σε ' κείνο το άρωμα γαρδένιας με λίγο βασιλικό... Όλο το κάτω δωμάτιο πλημμύρισε άρωμα. Οι τοίχοι , τα ξύλα έως και τα πιάτα-στολίδια που κρέμονταν στους τοίχους...όλα ένα σε μια σύνθεση από όνειρο, από κομμάτια παζλ που το μυαλό μου προσπαθεί να συνδυάσει και πάλι, γιατί από τότε πάει καιρός πολύς.

Το' χα το όνειρο! Το' χα στο χέρι μου και πάλι χτες το βράδυ.

Ξύπνησα αλαφιασμένη σε δωμάτιο μιας παλιάς πολυκατοικίας στο κέντρο της Αθήνας, με τα αυτοκίνητα να φρενάρουν και να κορνάρουν, να λείπει το οξυγόνο και με τα συμπτώματα εκείνα που ο νους θέλει μόνος του να κάνει παιχνίδι και να γυρίζει σε ό,τι αναζητάμε σε στάση ικεσίας πλέον, πιο πολύ. Ξύπνησα ζαλισμένη, προσπαθώντας να επαναφέρω το όνειρο και πάλι. Να το ζωντανέψω, να το κρατήσω όσο γίνεται ζωντανό... Ξύπνησα και για να πείσω το μυαλό μου να σταματήσει και να μαλώσω τον εαυτό μου για να συνειδητοποιήσει πως όλο τούτο ήταν μια ευτυχής, αλλά ψευδαίσθηση.
Ήταν;
Το παράδοξο, είναι πως και εδώ, μέσα σε όλο το κακό που φέρνει ο χειμώνας μαζί του, στη μύτη μου φτάνει ακόμα το άρωμα γαρδένιας... με λίγο βασιλικό...

ΣΤΟ ΟΜΟΛΟΓΩ!


Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2008

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Είχε μάτια καθαρά. Δυο λάμψεις από το Σύμπαν. Και απλώνονταν όλα τ' άστρα-χρόνια φλογισμένα στα πόδια της. Σε όνειρο είχε ακούσει φωνές απόκοσμες να της ζητούν να τα ονομάσει.
Μεσάνυχτα και κάτι...
Πήρε μολύβι και χαρτί και έναν χάρτη του ουρανού, που βρήκε μέσα στο παλιό με τους καθρέπτες σπίτι, και βγήκε στο μπαλκόνι. Έτρεξαν τα μάτια της στο σκοτεινό ουρανό.
"Μικρές φωταψίες μου" είπε, "για να σας γνωρίζω ένα-ένα και για να μη σας ξεχάσουν οι άνθρωποι που λησμονούν, εγώ θα σας δώσω ονόματα, απρόσμενα, ανάρπαστα... γεμάτα από τη φαντασία μου. Το λοιπόν αρχίζω:
Πολυδεύκη εσύ, έτσι θα λέγεσαι από τώρα και για πάντα. Τ' όνομά σου θέλω να θυμίζει λίγο μυθολογία. Με τον Προκύωνα θα τα μιλάς όλα τα πάθη των ανθρώπων, ν' ακούει και ο Σείριος, μυρίζοντας το άρωμα του Βασιλίσκου. Και έτσι όπως θα συναντιέσαι στο σκοτεινό του ουρανού και με την Αίγα, εκείνη που ποτίζει με γάλα το Ποτάμι του Ιορδάνη που απλώνεται γαλαξίας χυμένος στο μαύρο, θα δίνει να πιεί και λίγο και ο Κάστωρ, που μικρός λυπόταν και έκλαιγε , όταν ο αδελφός του δεν τον έπαιζε. Και καθώς ο Αρκτούρος θα είναι πάντα υψιπετής, ο Κένταυρος θ' αφήνει μουσική θεσπέσια να πλανάται στα νεφελώματα, ν' ακούει ο αστερισμός του Λύρα και να ευφραίνεται. Άσε να νομίζουν οι άνθρωποι πως το Σύμπαν σιωπά. Η μουσική του αρμονία θ' ακούγεται μόνο στα εξασκημένα ώτα...
Εσύ Μπελατρίξ δίπλα στον Ωρίωνα-αστερισμό, θα έχεις να λες παραμύθια από εποχές που' θέλαν τους άνδρες ιππότες και ρομαντικούς γενναίους, νύχτες μέσα στο χειμώνα.Ο Αντάρης σαν άλογο θα καλπάζει και με ζέστη και με κρύο, χωρίς οι οπλές του να πατούν τον Στάχυ, που θα φαίνεται πολύ τα καλοκαίρια από τη Γη.
Ρίγκελ, Αχερνάρ, Αλταίρ, Μπετελγκέζ, Αλδεβαράν, Φομαλχούτ, Ντένεμπ, θα πάρετε τα ονόματα ποιητών και λογίων, ζωγράφων και γλυπτών, μουσικών και επιστημόνων που δε γεννήθηκαν ακόμα. Για νά' χουν την ελπίδα οι άνθρωποι πως η ελευθερία τους κάποτε θα έρθει, από εκεί ψηλά που κοιτούν. Η Αδάρα θα γνέθει τα όνειρα των παιδιών, μήπως και τα πείσει να μη μεγαλώσουν ποτέ. Και ο Σκορπιός να συμβολίζει, θέλω, το πάθος κάθε στιγμής, ενώ ο Κάνωβος θ' αφήνει σύννεφα ουρά, αψηφώντας ό,τι λέγεται για νέφος τοξικό.
Η Βέγα θα πλάθει την τροφή όλων σας -ψωμί σαν αυτό που φτιάχνει η μαμά μου- για να μην πεινάσετε ποτέ.
Και επειδή ο Ρίγκελ και ο Κένταυρος είναι από μικροί φίλοι αδελφικοί, ένα από εσάς θα το ονομάσω Ρίγκελ Κενταύρου, για να έχει η φιλία το νόημά της στο Σύμπαν, δίπλα στους Σταυρό Α και Σταυρό Β που ορκίζονται κάθε τόσο ότι είναι ερωτευμένοι με την Μπελατρίξ και γι' αυτό συχνά πειράζουν ο ένας τον άλλο.
Εγώ τώρα θα πάω να κοιμηθώ. Κουράστηκα να προσπαθώ ονόματα να δώσω στο φως σας. Καληνύχτα μικροί μου φίλοι, που λάμπετε, χωρίς ποτέ κανείς να σας ανάψει.
Εγώ σας ονομάτισα, για να σας φωνάζω στα όνειρά μου και να έρχεστε".

Και έγιναν όλοι σύντροφοί της τα βράδια. Όλα τα βράδια...


ΣΑΝ ΤΟ ΚΥΜΑ

Σαν το κύμα, που φωτογράφισα, σχεδόν κρεμασμένη στο κενό, από την κουπαστή ενός πλοίου...

Και είδα... και τι δεν είδα!

Σε είδα εκεί!

Σαν σε όραμα

Σαν οπτασία

Σα φαντασία...


σε είδα...

Με μαγεύει το κύμα.

Όταν η πλώρη το αφήνει σα σημάδι
σε άφαντους δρόμους θάλασσας.

Και ας σβήσει μετά.
Από εδώ, ξέρω ότι έχω περάσει.

Το προσωρινό δεν το φοβάμαι
και δεν το φοβήθηκα ποτέ!
Δε με πειράζει διόλου!

Εγώ το έχω δει...

Το κράτησα βράδια πολλά
στην αγκαλιά μου
και μαζί του
νανουρίστηκα.

Το κύμα το βρίσκω μπροστά μου:
ατίθασσο,
ανέμελο,
μπλε μέσα σε άσπρο,
δυνατό, ασυγκράτητο...

Εγώ το έχω δει...

Κοιμήθηκα στα χέρια του
νύχτες πολλές
και άκουγα την ανάσα του,
να έρχεται, να φεύγει...

Εγώ το έχω δει...

Έπαιξα μέσα του.
Γέλασα και έμπλεξα τα δάκτυλα
μες τα δικά του,
για να το κρατήσω λίγο ακόμα...

Έχω και την εικόνα του.
Εκεί...

Όσο μπορεί το μάτι ανθρώπου να δει,
εγώ βλέπω κύμα.

Μίλησα μαζί του
και έκλαψα,
και ησύχασα,
και αστειεύτηκα
και πάλι...

Δε μου φτάνει...