Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ψυχή μου, καρφιτσωμένη στ’ άστρα...


Ανασεμιά μου μη μου βαλαντώνεις.

Χρόνια σού πλένω μπουγάδα ασπρόρουχα.

Στα σιδερώνω, στα κρατώ ατσαλάκωτα.

Νά’ χεις, για το τέλος, να φορέσεις καλά ρούχα.

Τόσον καιρό σ’ έντυνα με μαύρα πέπλα.

Χόρευα με δαίμονες ξαμολημένους σε στενά περάσματα.

Έπινα αίμα, κατάπινα δάκρυα, γέμιζα ώρες.

Λίγο μένει και θα βάλεις τα λινά σου.

Θα δω τα χέρια μου μια φορά στεγνά.

Θα πετάξω σίδερο και θα στα βάλω.

Θα σε δω να φοράς τα καλά σου.

Τα πέπλα θα σπείρω χίλια κομμάτια ολούθε.

Θα χορεύω με αγγέλους σε απέραντους δρόμους.

Θα πίνω και θα πίνω νέκταρ και χαμόγελα.

Χωρίς ο χρόνος νά’χει ώρες να μετρώ.

Το ρολόι θα τό’χω πια πετάξει.

Δε θά’χω να με νοιάζει το παρόν.

Στο παρελθόν και εγώ μαζί με την πληθώρα τόσων άλλων.

Τίποτα πίσω μου.

Τίποτα μπρος μου.

Άμμος και εγώ στην αλμύρα του κόσμου.

Νεφέλωμα πάνω στον καμβά της νύχτας...

Τι πιο όμορφο να σε βλέπω Ψυχή μου,

καρφιτσωμένη στ’ άστρα;

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΖΩΗ ΜΟΥ


Σε βελούδο και σε λινάτσα σε τύλιξα.

Μικρό μαχαίρι και λουλούδι μου.

Σε έζησα, σε χόρτασα.

Σε έχασα, σε δίψασα.

Γέμισα τις στιγμές σου.

Ενίοτε τις άδειασα κιόλας.

Σε ό,τι είχε ο κήπος του κόσμου.

Δε σου κράτησα τίποτα κρυφό.

Εσένα από εμένα έκρυβα καμιά φορά.

Δε σε κράτησα από τίποτα μακριά.

Μα κάπου κάπου κρατιόμουν μακριά σου.

Σε άφηνα να πέσεις χωρίς σωτήριο δίχτυ.

Έπειτα σε μάζευα κομμάτια και σε ανέσταινα.

Σε κύλισα σε βούρκο, σε έλουσα μ’ αγιόνερο.

Σε φύλαξα, σε πρόδωσα.

Σε βαλσάμωσα, σε δικαίωσα.

Λίγο ή πολύ σε έχω. Πολύ και λίγο θα με έχεις.

Ακόμα σε μιαν ανάσα σε κρατώ, με μιαν ανάσα.

Συνήθειο τό’ χω και να σε σηκώνω και να σε ποδοπατώ.

Σε ξορκίζω και όρκο στ’ όνομά σου παίρνω.

Σε ξεσκίζω με αύ΄πνίες και σε νανουρίζω ξημερώματα.

Μέρες σε φτύνω και μέρες σε φιλώ.

Πότε στα χείλη ερωμένη και πότε στο μάγουλο Ιούδας.

Παράταση μονάχα δεν έχω να σου δώσω.

Ανάταση δε μου περίσσεψε καθόλου.

Πρόσταξη διόλου.

Σε ό,τι καλό ή κακό σε είδα σα φίλη και σαν εχθρό.

Και όποτε μισέψεις, θα μισέψω.

Καλή μου...

Κακή μου...

Τέλος πάντων:ΖΩΗ ΜΟΥ!

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ...


...
σβήνω, γράφω...
πάνω σε οθόνη...
Δικό σου θέλω νά' ναι αυτό,
όπως και τ' άλλα.
Μα δε βρίσκω λέξεις.
Συλλαβίζω και μετά...
ξανασβήνω.
Καμιά φορά ό,τι νιώθω δε χωρά πουθενά και δε στο λέω, μην τρομάξεις.
Καμιά φορά παρηγοριέμαι, επειδή πατάς στον πλανήτη.
Καμιά φορά δε βγαίνει ο ήλιος για μέρες και νάτος, όταν έρχεσαι.
Καμιά φορά γελώ για να μην κλάψεις, αφού η λύπη δε θέλω να σε βρίσκει.
Καμιά φορά ο πόνος μού θυμίζει ότι ζεις και αυτό με ανακουφίζει.
Καμιά φορά σε χα'ι'δεύω, για να μου θυμίζω τι ποτέ δεν είχα ως τώρα.
Καμιά φορά η ματιά μου παίζει το παιδί στα βήματά σου, αλλά στο κρύβω.
Καμιά φορά σου μιλώ, και ας είσαι χιλιόμετρα μακριά, γιατί ξέρω πως μ' ακούς.
Καμιά φορά γυρίζω και αγγίζω τα πράγματά σου και έτσι συνθέτω τη μορφή σου.
Και όλα τούτα απόψε..
Έτσι...
Χωρίς λόγο...

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Ευτυχία; Ευτυχώς, εγώ...


Πλημμυρίδα σκέψεων.
Στα πόδια του παρόντος
εναποθέτω στιγμές.
Μακριά εγώ από
ψευδεπίγραφες ελπίδες.
Δεν φοβάμαι.
Ποτέ δε φοβήθηκα
το διαλυτικό της εποχής.
Ξύνω το νύχι στον τοίχο
της ζωής μου.
Ματώνει, δε ματώνω!
Να γράψω μια μικρούλα φράση.
Κάτσε, δυο λεπτά θα πάρει μόνο.
Να κραυγάζει, να ορέγεται.
Περιπέτειες με συναίσθημα.
Τό' χα συνήθειο από μικρή.
Να φτιάχνω με τα χέρια σκιές
στους τοίχους.
Άναβα τη λάμπα
στο δωμάτιο με τις ώρες
για να χτυπά τη σκιά μου
στον τοίχο σαν ήχος σιωπής.
Τώρα έμαθα να γράφω.
Τώρα έπαψα να παίζω με σκιές.
Τότε με τα χέρια μου έφτιαχνα σκιές.
Τώρα φτερουγίζει και η καρδιά.
Όχι τα χέρια μόνο.

Τέλειωσα.
Είδες δεν καθυστέρησα.
Στάσου και κοίταξε.
Α, τη λέξη "ευτυχία" κοιτάς;
Εγώ την ευτυχία την απέφευγα
πάντα μου...
Ευτυχώς!

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Να με φοβάστε!


Μη μου σφυρίζεις αμέριμνα.
Δεν είμαι εγώ παιδί
που μεγάλωσες με νανουρίσματα.
Η πόρνη περίμενε πελάτη
στα σκαλοπάτια μου
και ο πιτσιρικάς της γειτονιάς
τρυπιόταν μεσημέρι
μπρος στα μάτια μου.
Με μεγάλωσες μακριά
από μενεξεδένια παραμύθια,
με ιππότες και άρχοντες
και όμορφες κοιμωμένες.

Ανάμεσα στα μπετόν με ξωπέταξες.
Στου κόσμου σου τα χαλάσματα.
Το γκρίζο τους τοπίο
για χρώμα μού' δειξες.
Τη σαπίλα σου για οσμή
έμαθαν τα ρουθούνια μου.
Τα μάτια μου για εικόνα
έχουν μόνο το σκυμμένο σου κεφάλι
πάνω από τη ζωούλα σου.
Φουκαράδες, μπατιροχλιδάτοι,
πατέρα μου και μάνα.

Έτσι με μεγαλώσατε.
Με δανεικά συνθήματα
του Πολυτεχνείου σας.
Που τα βλέπω
από την plasma οθονούλα σας.
Στις γυαλισμένες πιστωτικές σας
βλέπω τα μούτρα σας.
Στο ακριβό σας αυτοκίνητο
τις προσδοκίες σας
για μια ήσυχη ημέρα.

Με φυγαδεύσατε από την αθωότητα.
Και ήταν η νύχτα σας που με σκότωσε,
πάνω στα σατέν σεντόνια σας.
Σε ρετιρέ με κλείσατε
τριγύρω, χωρίς ανάσα από πεύκο
και λίγο ήλιο.
Και ως πρώτο μάθημα
πήρα το "ο κόσμος είναι κακός".
Μα το κατάλαβα νωρίς
το "ο κόσμος είστε εσείς".
Χα!

Σίγουροι ότι το μέλλον μου
ανήκει στο Μεγάλο Αδερφό,
καμιά αντίσταση
δεν είδα στο χέρι σας.
Με αυτό το ίδιο
τον αναρτήσατε σε κολόνες
για να με προστατέψετε.
Χα!

Τώρα εγώ σηκώνω λοστούς
και σπάω τα έργα σας.
Τώρα με μαντρώνετε στους δρόμους
που δεν τολμάτε να περπατήσετε.
Τώρα σας πετώ μολότoφ και πέτρες
και εσείς το παλιόπαιδό σας με πετούμενο
της πολιτσίας σας επιτηρείτε.
Χα!

Τούτο το ξύπνημά μου
το βρίσκετε άγριο και αψύ.
Ίσως γιατί ποτέ μου
δε μύρισα λεβάντα, φασκόμηλο και βασιλικό.
Τούτη την οργή μου στα παράθυρα της τιβί σας
ξορκίζεται γιομάτοι απορία.
Που τόσα όνειρα είχατε για μένα.
Που μασούρι κάνατε τα χαρτονομίσματα
για σπουδές και άλλα τέτοια συνταρακτικά.
Χα!

Εγώ ψάχνω απλώς
την καταργημένη μου ελπίδα .
Σίγουρος πως στο τέλος θα καώ
από το φυτίλι της ψυχής μου,
που στείρα τη νιώθω και φλεγόμενη.
Ιδού η βάτος σας, ιδού που χαντακώνω
σε πεζούλι πλακόστρωτο την περηφάνια σας.
Και γραμμένους σας έχω με το σπρέι μου.
Γιατί δεν έχω σύνορα.
Στους απόκληρους ήδη ανήκω.
Χα και πάλι Χα!
Να με φοβάστε μόνο...

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Γεύση από το νέο εμβόλιο!


Αφιερωμένο σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα!

Έξω από την Ουσία.


Eίναι οι μέρες τέτοιες
που την πόλη δε θέλω να την ξέρω.
Έχει μια τζούρα από δακρυγόνο.
Μια δόση από χακί στολή και μπλε σκούρο,
σαν το λίγο πριν αυτό της κηδείας.
Κάτι από «γένος βλαμμένων οκλαδόν».
Και μια αδιόρατη παράνοια.
Κρυμμένη βαθιά σε τσέπες, τσεπάκια,
τσάντες και τσαντούλες.

Α, να μην ξεχάσω να πάρω την ομπρέλα μου.
Αυτές τις μέρες.
Που θα βρέξει πάλι ίλιγγο.
Πάλι χειροπέδες και μπότες.
Πάλι Εξουσία.
Πάλι που παράταση
θα πάρει το:
«εσύ από εδώ
και εγώ από εκεί».

Και έτσι που χωριζόμαστε σε στρατόπεδα
Ανηλίκων και Παίδων
θα γευματίζουμε ο ένας τη σάρκα
και τη σκέψη του άλλου.
Εγώ θα σταματήσω.
Δεν πεινώ πια.
Διψώ!

Ν΄ακολουθήσω το βηματισμό σας μ’ ενοχλεί.
Στο κάτω κάτω, το παιχνίδι αυτό
Κρατάει αιώνες.
Την εξουσία πάντα τη χλεύαζα.
Την έβλεπα με την ετυμολογία
έξω από την Ουσία.

Και εγώ αυτήν την ευλογημένη ψάχνω,
40 τόσα χρόνια,
περπατώντας μέσα από καμμένους
και καημένους,
και λάβαρα
και παράτες
και παρελάσεις
και κράνη άσπρα,
και θώρακες,
και ασπίδες διαφανείς,
και γκλοπ
και πάνοπλα παιδάκια
που μαστούρα έχουν την πυγμή.

Εγώ θα βάλω το μόνο πουκάμισο που έχω.
Παλιό τριμμένο, μα γαλάζιο.
Που αντέχει ακόμα.
Ας το έχω ποτίσει παράπονο.
Με ανεύρεση Ουσίας.
Το αγαπώ, γιατί δεν έχει ούτε μια τσέπη.
Να βάλω μέσα βόλεμα.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Και όσο πάει...



Και είδα την Αθήνα πάλι
σαν τουρίστας.
Με τις χάρες της απλωμένες,
περιβόλια ολόκληρα,
με διάσπαρτα τα μάρμαρα
και τα σκουπίδια να φιλούν γωνίες
και φωνές από πλανόδιους
και θορύβους από εξατμίσεις
ν' ατμίζουν τον ουρανό σε
γαλάζιο και γκρίζο.
Βγήκα και έκανα μια βόλτα.

Με αλμυρή γεύση στο στόμα
κοίταξα από τα τείχη ψηλά
τη θάλασσα και το μπετόν
να στέκουν στη θέση τους.
Έσκυψα και παρελθόν ατένισα.
Άγγιξα σύννεφα και με τη χούφτα
έπιασα βροχή το παλιό.
Και πήρα το δρόμο να κατηφορίζω.
Μέσα από ψίθυρους που μου ακόνιζαν
το νου με φράσεις, όπως
"ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος".
Δεν ανησύχησα.
Σε άνδρες αναφερόταν.
Και εγώ παρόλο το κακό της,
τούτη τη γη δεν τη βλέπω για τάφο.
Εγώ βγήκα και έκανα μια βόλτα.

Με ανάκατες τις μυρουδιές της από μπαχάρια,
στην αγορά κρέατα απλωμένα δω και κει,
με το δέρμα από πατούμενα να γαργαλά
τη μύτη μου και η φούντα του τσολιά,
μπροστά από κάποιον ανώνυμο,
να μου βγάζει μάτι και γέλιο...
Εγώ τη λατρεύω και πάλι την περπάτησα...
Εδώ κάθισα και έφαγα
σε δείπνο με πετσέτες υφασμάτινες
και κολωνάτα ποτήρια
τη ζωή μου ολάκαιρη.
Την ξέρω τούτη τη γη.
Μα πάλι έκανα μια βόλτα.

Κάθε αφίσα της και τοίχος
με γνωρίζουν και με κλείνουν μέσα τους.
Κάθε ταμπέλα και σήμανσή της
μου δείχνουν το δρόμο στα στενοσόκακα
και στις λεωφόρους,
που επιμένουν να μου χτίζουν εδώ
πετραδάκι πετραδάκι
με αυστηρή αστυνόμευση το μέλλον μου.
Το ξέρω θα ξαναβολτάρω.

Τούτη η πόλη έχει ακόμα
δρόμους και δρόμους.
Που ακόμα δεν τους έχω
σφίξει το χέρι.
Και αφού μου αρέσουν οι χειραψίες,
οι αγκαλιές και τα φιλιά,
εγώ πάλι - το ξέρω- θα ξαναβγώ.
Και με απλωμένα τα χέρια
θα στροβιλίζω τον εαυτό μου
στα πλακόστρωτά της,
κλέβοντας φιγούρες
από ζε'ι'μπέκικο,
και όσο πάει...