Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ψυχή μου, καρφιτσωμένη στ’ άστρα...


Ανασεμιά μου μη μου βαλαντώνεις.

Χρόνια σού πλένω μπουγάδα ασπρόρουχα.

Στα σιδερώνω, στα κρατώ ατσαλάκωτα.

Νά’ χεις, για το τέλος, να φορέσεις καλά ρούχα.

Τόσον καιρό σ’ έντυνα με μαύρα πέπλα.

Χόρευα με δαίμονες ξαμολημένους σε στενά περάσματα.

Έπινα αίμα, κατάπινα δάκρυα, γέμιζα ώρες.

Λίγο μένει και θα βάλεις τα λινά σου.

Θα δω τα χέρια μου μια φορά στεγνά.

Θα πετάξω σίδερο και θα στα βάλω.

Θα σε δω να φοράς τα καλά σου.

Τα πέπλα θα σπείρω χίλια κομμάτια ολούθε.

Θα χορεύω με αγγέλους σε απέραντους δρόμους.

Θα πίνω και θα πίνω νέκταρ και χαμόγελα.

Χωρίς ο χρόνος νά’χει ώρες να μετρώ.

Το ρολόι θα τό’χω πια πετάξει.

Δε θά’χω να με νοιάζει το παρόν.

Στο παρελθόν και εγώ μαζί με την πληθώρα τόσων άλλων.

Τίποτα πίσω μου.

Τίποτα μπρος μου.

Άμμος και εγώ στην αλμύρα του κόσμου.

Νεφέλωμα πάνω στον καμβά της νύχτας...

Τι πιο όμορφο να σε βλέπω Ψυχή μου,

καρφιτσωμένη στ’ άστρα;

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

ΖΩΗ ΜΟΥ


Σε βελούδο και σε λινάτσα σε τύλιξα.

Μικρό μαχαίρι και λουλούδι μου.

Σε έζησα, σε χόρτασα.

Σε έχασα, σε δίψασα.

Γέμισα τις στιγμές σου.

Ενίοτε τις άδειασα κιόλας.

Σε ό,τι είχε ο κήπος του κόσμου.

Δε σου κράτησα τίποτα κρυφό.

Εσένα από εμένα έκρυβα καμιά φορά.

Δε σε κράτησα από τίποτα μακριά.

Μα κάπου κάπου κρατιόμουν μακριά σου.

Σε άφηνα να πέσεις χωρίς σωτήριο δίχτυ.

Έπειτα σε μάζευα κομμάτια και σε ανέσταινα.

Σε κύλισα σε βούρκο, σε έλουσα μ’ αγιόνερο.

Σε φύλαξα, σε πρόδωσα.

Σε βαλσάμωσα, σε δικαίωσα.

Λίγο ή πολύ σε έχω. Πολύ και λίγο θα με έχεις.

Ακόμα σε μιαν ανάσα σε κρατώ, με μιαν ανάσα.

Συνήθειο τό’ χω και να σε σηκώνω και να σε ποδοπατώ.

Σε ξορκίζω και όρκο στ’ όνομά σου παίρνω.

Σε ξεσκίζω με αύ΄πνίες και σε νανουρίζω ξημερώματα.

Μέρες σε φτύνω και μέρες σε φιλώ.

Πότε στα χείλη ερωμένη και πότε στο μάγουλο Ιούδας.

Παράταση μονάχα δεν έχω να σου δώσω.

Ανάταση δε μου περίσσεψε καθόλου.

Πρόσταξη διόλου.

Σε ό,τι καλό ή κακό σε είδα σα φίλη και σαν εχθρό.

Και όποτε μισέψεις, θα μισέψω.

Καλή μου...

Κακή μου...

Τέλος πάντων:ΖΩΗ ΜΟΥ!

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ...


...
σβήνω, γράφω...
πάνω σε οθόνη...
Δικό σου θέλω νά' ναι αυτό,
όπως και τ' άλλα.
Μα δε βρίσκω λέξεις.
Συλλαβίζω και μετά...
ξανασβήνω.
Καμιά φορά ό,τι νιώθω δε χωρά πουθενά και δε στο λέω, μην τρομάξεις.
Καμιά φορά παρηγοριέμαι, επειδή πατάς στον πλανήτη.
Καμιά φορά δε βγαίνει ο ήλιος για μέρες και νάτος, όταν έρχεσαι.
Καμιά φορά γελώ για να μην κλάψεις, αφού η λύπη δε θέλω να σε βρίσκει.
Καμιά φορά ο πόνος μού θυμίζει ότι ζεις και αυτό με ανακουφίζει.
Καμιά φορά σε χα'ι'δεύω, για να μου θυμίζω τι ποτέ δεν είχα ως τώρα.
Καμιά φορά η ματιά μου παίζει το παιδί στα βήματά σου, αλλά στο κρύβω.
Καμιά φορά σου μιλώ, και ας είσαι χιλιόμετρα μακριά, γιατί ξέρω πως μ' ακούς.
Καμιά φορά γυρίζω και αγγίζω τα πράγματά σου και έτσι συνθέτω τη μορφή σου.
Και όλα τούτα απόψε..
Έτσι...
Χωρίς λόγο...

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Ευτυχία; Ευτυχώς, εγώ...


Πλημμυρίδα σκέψεων.
Στα πόδια του παρόντος
εναποθέτω στιγμές.
Μακριά εγώ από
ψευδεπίγραφες ελπίδες.
Δεν φοβάμαι.
Ποτέ δε φοβήθηκα
το διαλυτικό της εποχής.
Ξύνω το νύχι στον τοίχο
της ζωής μου.
Ματώνει, δε ματώνω!
Να γράψω μια μικρούλα φράση.
Κάτσε, δυο λεπτά θα πάρει μόνο.
Να κραυγάζει, να ορέγεται.
Περιπέτειες με συναίσθημα.
Τό' χα συνήθειο από μικρή.
Να φτιάχνω με τα χέρια σκιές
στους τοίχους.
Άναβα τη λάμπα
στο δωμάτιο με τις ώρες
για να χτυπά τη σκιά μου
στον τοίχο σαν ήχος σιωπής.
Τώρα έμαθα να γράφω.
Τώρα έπαψα να παίζω με σκιές.
Τότε με τα χέρια μου έφτιαχνα σκιές.
Τώρα φτερουγίζει και η καρδιά.
Όχι τα χέρια μόνο.

Τέλειωσα.
Είδες δεν καθυστέρησα.
Στάσου και κοίταξε.
Α, τη λέξη "ευτυχία" κοιτάς;
Εγώ την ευτυχία την απέφευγα
πάντα μου...
Ευτυχώς!

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Να με φοβάστε!


Μη μου σφυρίζεις αμέριμνα.
Δεν είμαι εγώ παιδί
που μεγάλωσες με νανουρίσματα.
Η πόρνη περίμενε πελάτη
στα σκαλοπάτια μου
και ο πιτσιρικάς της γειτονιάς
τρυπιόταν μεσημέρι
μπρος στα μάτια μου.
Με μεγάλωσες μακριά
από μενεξεδένια παραμύθια,
με ιππότες και άρχοντες
και όμορφες κοιμωμένες.

Ανάμεσα στα μπετόν με ξωπέταξες.
Στου κόσμου σου τα χαλάσματα.
Το γκρίζο τους τοπίο
για χρώμα μού' δειξες.
Τη σαπίλα σου για οσμή
έμαθαν τα ρουθούνια μου.
Τα μάτια μου για εικόνα
έχουν μόνο το σκυμμένο σου κεφάλι
πάνω από τη ζωούλα σου.
Φουκαράδες, μπατιροχλιδάτοι,
πατέρα μου και μάνα.

Έτσι με μεγαλώσατε.
Με δανεικά συνθήματα
του Πολυτεχνείου σας.
Που τα βλέπω
από την plasma οθονούλα σας.
Στις γυαλισμένες πιστωτικές σας
βλέπω τα μούτρα σας.
Στο ακριβό σας αυτοκίνητο
τις προσδοκίες σας
για μια ήσυχη ημέρα.

Με φυγαδεύσατε από την αθωότητα.
Και ήταν η νύχτα σας που με σκότωσε,
πάνω στα σατέν σεντόνια σας.
Σε ρετιρέ με κλείσατε
τριγύρω, χωρίς ανάσα από πεύκο
και λίγο ήλιο.
Και ως πρώτο μάθημα
πήρα το "ο κόσμος είναι κακός".
Μα το κατάλαβα νωρίς
το "ο κόσμος είστε εσείς".
Χα!

Σίγουροι ότι το μέλλον μου
ανήκει στο Μεγάλο Αδερφό,
καμιά αντίσταση
δεν είδα στο χέρι σας.
Με αυτό το ίδιο
τον αναρτήσατε σε κολόνες
για να με προστατέψετε.
Χα!

Τώρα εγώ σηκώνω λοστούς
και σπάω τα έργα σας.
Τώρα με μαντρώνετε στους δρόμους
που δεν τολμάτε να περπατήσετε.
Τώρα σας πετώ μολότoφ και πέτρες
και εσείς το παλιόπαιδό σας με πετούμενο
της πολιτσίας σας επιτηρείτε.
Χα!

Τούτο το ξύπνημά μου
το βρίσκετε άγριο και αψύ.
Ίσως γιατί ποτέ μου
δε μύρισα λεβάντα, φασκόμηλο και βασιλικό.
Τούτη την οργή μου στα παράθυρα της τιβί σας
ξορκίζεται γιομάτοι απορία.
Που τόσα όνειρα είχατε για μένα.
Που μασούρι κάνατε τα χαρτονομίσματα
για σπουδές και άλλα τέτοια συνταρακτικά.
Χα!

Εγώ ψάχνω απλώς
την καταργημένη μου ελπίδα .
Σίγουρος πως στο τέλος θα καώ
από το φυτίλι της ψυχής μου,
που στείρα τη νιώθω και φλεγόμενη.
Ιδού η βάτος σας, ιδού που χαντακώνω
σε πεζούλι πλακόστρωτο την περηφάνια σας.
Και γραμμένους σας έχω με το σπρέι μου.
Γιατί δεν έχω σύνορα.
Στους απόκληρους ήδη ανήκω.
Χα και πάλι Χα!
Να με φοβάστε μόνο...

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Γεύση από το νέο εμβόλιο!


Αφιερωμένο σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμα!

Έξω από την Ουσία.


Eίναι οι μέρες τέτοιες
που την πόλη δε θέλω να την ξέρω.
Έχει μια τζούρα από δακρυγόνο.
Μια δόση από χακί στολή και μπλε σκούρο,
σαν το λίγο πριν αυτό της κηδείας.
Κάτι από «γένος βλαμμένων οκλαδόν».
Και μια αδιόρατη παράνοια.
Κρυμμένη βαθιά σε τσέπες, τσεπάκια,
τσάντες και τσαντούλες.

Α, να μην ξεχάσω να πάρω την ομπρέλα μου.
Αυτές τις μέρες.
Που θα βρέξει πάλι ίλιγγο.
Πάλι χειροπέδες και μπότες.
Πάλι Εξουσία.
Πάλι που παράταση
θα πάρει το:
«εσύ από εδώ
και εγώ από εκεί».

Και έτσι που χωριζόμαστε σε στρατόπεδα
Ανηλίκων και Παίδων
θα γευματίζουμε ο ένας τη σάρκα
και τη σκέψη του άλλου.
Εγώ θα σταματήσω.
Δεν πεινώ πια.
Διψώ!

Ν΄ακολουθήσω το βηματισμό σας μ’ ενοχλεί.
Στο κάτω κάτω, το παιχνίδι αυτό
Κρατάει αιώνες.
Την εξουσία πάντα τη χλεύαζα.
Την έβλεπα με την ετυμολογία
έξω από την Ουσία.

Και εγώ αυτήν την ευλογημένη ψάχνω,
40 τόσα χρόνια,
περπατώντας μέσα από καμμένους
και καημένους,
και λάβαρα
και παράτες
και παρελάσεις
και κράνη άσπρα,
και θώρακες,
και ασπίδες διαφανείς,
και γκλοπ
και πάνοπλα παιδάκια
που μαστούρα έχουν την πυγμή.

Εγώ θα βάλω το μόνο πουκάμισο που έχω.
Παλιό τριμμένο, μα γαλάζιο.
Που αντέχει ακόμα.
Ας το έχω ποτίσει παράπονο.
Με ανεύρεση Ουσίας.
Το αγαπώ, γιατί δεν έχει ούτε μια τσέπη.
Να βάλω μέσα βόλεμα.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Και όσο πάει...



Και είδα την Αθήνα πάλι
σαν τουρίστας.
Με τις χάρες της απλωμένες,
περιβόλια ολόκληρα,
με διάσπαρτα τα μάρμαρα
και τα σκουπίδια να φιλούν γωνίες
και φωνές από πλανόδιους
και θορύβους από εξατμίσεις
ν' ατμίζουν τον ουρανό σε
γαλάζιο και γκρίζο.
Βγήκα και έκανα μια βόλτα.

Με αλμυρή γεύση στο στόμα
κοίταξα από τα τείχη ψηλά
τη θάλασσα και το μπετόν
να στέκουν στη θέση τους.
Έσκυψα και παρελθόν ατένισα.
Άγγιξα σύννεφα και με τη χούφτα
έπιασα βροχή το παλιό.
Και πήρα το δρόμο να κατηφορίζω.
Μέσα από ψίθυρους που μου ακόνιζαν
το νου με φράσεις, όπως
"ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος".
Δεν ανησύχησα.
Σε άνδρες αναφερόταν.
Και εγώ παρόλο το κακό της,
τούτη τη γη δεν τη βλέπω για τάφο.
Εγώ βγήκα και έκανα μια βόλτα.

Με ανάκατες τις μυρουδιές της από μπαχάρια,
στην αγορά κρέατα απλωμένα δω και κει,
με το δέρμα από πατούμενα να γαργαλά
τη μύτη μου και η φούντα του τσολιά,
μπροστά από κάποιον ανώνυμο,
να μου βγάζει μάτι και γέλιο...
Εγώ τη λατρεύω και πάλι την περπάτησα...
Εδώ κάθισα και έφαγα
σε δείπνο με πετσέτες υφασμάτινες
και κολωνάτα ποτήρια
τη ζωή μου ολάκαιρη.
Την ξέρω τούτη τη γη.
Μα πάλι έκανα μια βόλτα.

Κάθε αφίσα της και τοίχος
με γνωρίζουν και με κλείνουν μέσα τους.
Κάθε ταμπέλα και σήμανσή της
μου δείχνουν το δρόμο στα στενοσόκακα
και στις λεωφόρους,
που επιμένουν να μου χτίζουν εδώ
πετραδάκι πετραδάκι
με αυστηρή αστυνόμευση το μέλλον μου.
Το ξέρω θα ξαναβολτάρω.

Τούτη η πόλη έχει ακόμα
δρόμους και δρόμους.
Που ακόμα δεν τους έχω
σφίξει το χέρι.
Και αφού μου αρέσουν οι χειραψίες,
οι αγκαλιές και τα φιλιά,
εγώ πάλι - το ξέρω- θα ξαναβγώ.
Και με απλωμένα τα χέρια
θα στροβιλίζω τον εαυτό μου
στα πλακόστρωτά της,
κλέβοντας φιγούρες
από ζε'ι'μπέκικο,
και όσο πάει...


Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Τέτοια αστυνομία;Να τη χαιρόμαστε!

Αστυνομικοί με πολιτικά έδειραν νεαρή Αρμένισσα με δίχρονο παιδί στην Κυψέλη

Νέο περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας έλαβε χώρα στην Κυψέλη - τη στιγμή μάλιστα που ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη πραγματοποιεί συνέντευξη τύπου για την αυθαιρεσία των Σωμάτων Ασφαλείας. Αστυνομικοί με πολιτικά ξυλοκόπησαν στη μέση του δρόμου νεαρή γυναίκα από την Αρμενία, η οποία είχε μαζί της το δίχρονο παιδί της.

Η 35χρονη κάτοικος Κυψέλης γύριζε από το super market την περασμένη Πέμπτη το πρωί φορτωμένη με ψώνια, και σπρώχνοντας το καρότσι με το δίχρονο γιο της. Στη συμβολή των οδών Επτανήσου και Κεφαλληνίας, προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο, ωστόσο στο σημείο αυτό δεν υπάρχει φανάρι και κανένα αυτοκίνητο δε σταματούσε για να περάσει η γυναίκα με το παιδί. «Στο σημείο αυτό, δύο γυναίκες που στέκονταν παρακείμενα άρχισαν να κατακρίνουν τη συμπεριφορά των οδηγών, κάνοντας σχόλια όπως ‘πώς είναι δυνατόν να μη σταματάει κανένας’, ‘κοίτα κάτι ζώα’ και ‘δεν έχουν τρόπους’», εξηγεί στο tvxs ο δικηγόρος της 35χρονης, κ.Διαμαντάρας.

«Τότε σταμάτησε ένα συμβατικό αυτοκίνητο και από αυτό πετάχτηκαν τρεις άντρες με πολιτικά ρούχα, φωνάζοντας ‘ποιον είπες ζώο’, απευθυνόμενοι μάλιστα στη νεαρή μητέρα, νομίζοντας ότι αυτή είχε κάνει το σχόλιο», συνεχίζει ο κ.Διαμαντάρας. Η νεαρή μητέρα προσπάθησε να απολογηθεί, λέγοντας ότι δεν είχε πει τίποτα, και τότε οι άντρες – προφανώς επειδή αντιλήφθηκαν τη διαφορετική προφορά της – θεώρησαν εσφαλμένα ότι είναι Ρουμάνα, και άρχισαν να φωνάζουν «ποιον είπες ζώο, ρε Ρουμάνα»;

«Η 35χρονη αντέτεινε ότι δεν είναι Ρουμάνα, αλλά ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία γιατί όλοι είμαστε άνθρωποι. Τότε, ο αστυνομικός απαίτησε να δει τα χαρτιά της και αυτή απάντησε ότι τα έχει στο σπίτι της, τους ζήτησε μάλιστα να έρθουν μαζί της μέχρι το σπίτι, για να τους τα δείξει εκεί ώστε να λήξει το περιστατικό», συνεχίζει ο κ.Διαμαντάρας.

Ξυλοκόπημα στη μέση του δρόμου

Η απάντηση της μητέρας πυροδότησε την οργή του αστυνομικού. «Φωνάζοντας ‘αυτά να τα κάνεις στη χώρα σου, εδώ είναι Ελλάδα’, έδεσε τη γυναίκα με χειροπέδες, ενώ όταν αυτή προσπάθησε να πραγματοποιήσει κλήση από το κινητό της, το άρπαξε και το πέταξε στο δρόμο. Εν τω μεταξύ, είχαν μαζευτεί γείτονες, οι οποίοι φώναζαν στους αστυνομικούς να αφήσουν ελεύθερη τη γυναίκα», διηγείται ο κ.Διαμαντάρας. Μάλιστα, η γυναίκα που είχε πράγματι ονομάσει «ζώα» τους οδηγούς που δε σταματούσαν, μίλησε στους αστυνομικούς, αποδεχόμενη ότι αυτή είχε κάνει τα επίμαχα σχόλια. Όμως, αυτοί την απείλησαν ότι αν δεν απομακρυνθεί θα τη μεταφέρουν στο αυτόφωρο.

Το χειρότερο στοιχείο αποτελεί, ωστόσο, το γεγονός ότι το καρότσι με το δίχρονο παιδί είχε εγκαταλειφθεί παραπλεύρως και η γυναίκα – δεμένη με χειροπέδες – άρχισε να φωνάζει «το παιδί μου», προσπαθώντας να πλησιάσει. «Η αντίδραση της μητέρας έγινε αντιληπτή ως ‘αντίσταση’ από τους αστυνομικούς, οι οποίοι την πέταξαν στο πεζοδρόμιο, ενώ ένας από αυτούς την πάτησε στο σημείο των νεφρών!» καταγγέλλει ο κ.Διαμαντάρας. Ένας γείτονας, πήρε το παιδί στα χέρια του, ενώ την ίδια στιγμή οι αστυνομικοί τοποθέτησαν τη γυναίκα στο συμβατικό αυτοκίνητο, μέχρι τη στιγμή που ήρθε περιπολικό το οποίο μετέφερε τη μητέρα και το... παιδί στο τμήμα της οδού Θήρας στην Κυψέλη. Στο αστυνομικό τμήμα οι γείτονες έφεραν τα χαρτιά της γυναίκας, αποδεικνύοντας τη νόμιμη παραμονή της στη χώρα – καθώς είναι σύζυγος Έλληνα πολίτη – ενώ μητέρα και παιδί παρέμειναν «υπό κράτηση» για μερικές ώρες.

«Αν υποβάλεις μήνυση θα σου πάρουν το παιδί»

Στο αστυνομικό τμήμα ξεκίνησε και ο αγώνας της 35χρονης για απόδοση δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, εντελώς μόνη της – καθώς δε της δόθηκε δικαίωμα να συνομιλήσει με δικηγόρο, ενώ ο σύζυγός της, γνωστός Έλληνας μουσικός, έλειπε για παραστάσεις στο εξωτερικό – υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστου και στη συνέχεια επισκέφθηκε τον Εισαγγελέα και έλαβε εισαγγελική παραγγελία για διενέργεια ιατροδικαστικής εξέτασης.

«Στο τμήμα, ωστόσο, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τρομοκρατήσουν τη γυναίκα, φωνάζοντας ότι αν επιχειρήσει να υποβάλει μήνυση κατά των αστυνομικών, θα οδηγηθεί στο αυτόφωρο και θα ‘της πάρουν το παιδί’. Γι΄αυτό άλλωστε και δεν της δόθηκαν τα στοιχεία των αστυνομικών που τη χτύπησαν και έτσι αναγκάσθηκε να υποβάλει τη μήνυση κατά αγνώστου», σχολιάζει ο κ.Διαμαντάρας. Οι εξελίξεις αναμένονται, ως εκ τούτου, μέσα στην ημέρα, όταν η νέα γυναίκα, συνοδευόμενη αυτή τη φορά από το συνήγορό της, θα επιστρέψει στο τμήμα και θα απαιτήσει να της κοινοποιηθούν τα ονόματα των αστυνομικών, ώστε να προσωποποιηθεί η μήνυση εις βάρος τους. Την ίδια στιγμή, ανακοινώθηκε σήμερα από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας ότι διατάχθηκε Ένορκη Διοικητική Εξέταση για την υπόθεση, με σκοπό να αποδοθούν ευθύνες στα αρμόδια πρόσωπα.


Σημείωση: Το περιστατικό μου το ανακοίνωσε φίλη, σήμερα το πρωί! Το επιβεβαίωσα, ψάχνοντας στο διαδίκτυο. Το βρήκα αναρτημένο σε blog...Τα συμπεράσματα δικά σας!!!

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2009

Στην Εκάβη!

Δεν έχει να ζηλέψει. Τίποτα.
Οραματίζεται καλύτερα κόκκαλα.
Παίρνει τους δρόμους με πλακάτ.
Τα βάζει με την εξουσία.
Θυμώνει που οι όμοιοί της δεν έχουν την αγάπη που τους πρέπει.
Το μάτι της μαύρη φλόγα.
Σε κοιτά και θαρρείς πως ανταμώνεις την τρύπα του...συστήματος.
Χαίρεται που σε γνωρίζει και ας μη σε ξέρει.
Ανησυχεί για ' κείνους που δεν αντάμωσε ποτέ,μα περνούν δύσκολα.
Κάνει χιλιόμετρα μες την πόλη, για να δηλώσει
την αντίστασή της.
Έχει τη μούρη
γνήσιου διαδηλωτή.
Δεν έχει, σου λέω,
να ζηλέψει.Τίποτα.
Εκείνοι με τις ασπίδες
την πιστεύουν για επικίνδυνη.
Το φάκελό της φτιάχνουν.
Μα αυτή δεν κρύβεται
πίσω από ανωνυμίες.
Γράφει το όνομά της
σε κάθε φράση που αναρτά.
Την άποψή της θαρρετά τη δείχνει.
Έχει στόφα γνήσιου ανθρώπου.
Και ας μην είναι.
Κυρίες και κύριοι:
Να σας συστήσω την Εκάβη!

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

ΣΑΝ ΠΑΙΔΙ




Από αυτήν την Πόλη ,
λέω εγώ, πως κόπηκα!
Και το αίμα μου είναι
οι άσπρες γραμμές στο οδόστρωμα.
Το χρώμα στους σηματοδότες
Το νέον που πλημμυρίζει τις ταμπέλες!

Αλλά εγώ δεν είμαι αυτή η Πόλη.
Εγώ νοσταλγώ το γιασεμί
και την κληματαριά του τόπου μου,
απ' τη μια
και το φοίνικα με τα ποτάμια φίδια,
από την άλλη!
Ψάχνω μόνο
την παιδικότητά μου
στις αφίσες της.

Χαλάλι τόσος χρόνος.
Χαλάλι τόσος κόπος.

Μη μου αποδίδεις όμως τα ψεγάδια της.
Εγώ ακόμα παίζω κουτσό
στα αμμοχάλικα της ώρας
και τυφλόμυγα με τους περαστικούς.

Ποιος σου είπε πως μεγάλωσα;
Ποιος σου είπε πως βρήκα καιρό να γεράσω;

Ακόμα τους ρωτώ αν περνά από 'δω
η μέλισσα με τα μελισσόπουλα
και στήνω παγίδες στο βλέμμα τους
με το σχοινάκι μου.

Ανάβω πάλι απόψε
στη μέση των οδών
Ακατοίκητου
και Παντέρημου
τσιγάρο.
Παιδικό μου και αυτό παιγνίδι.

Το παίζω πάνω
στη διασταύρωση
των σκέψεων.
Πάνω σε κουκίδες
αριθμών-όχι ανθρώπων.

Από κλάμα
και από γέλιο,
άλλο τίποτα.

Σαν παιδί.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2009

Φοβάμαι!

Όπως και 'δήποτε.
Να κοιταχτώ στον καθρέπτη.
Να δω το φελέκι μου,
τη μοίρα, το ριζικό μου,
πώς στο διάολο αλλιώς το λένε.
Να δω, που χρόνια έχω,
τον εαυτό μου και 'κείνα
τα ρημάδια τα αισθήματα,
τι απέγιναν και αν κάποια
απ' αυτά, εντέλει, επέζησαν.
Να ρίξω μια ματιά
κάτω από το χαλάκι της μνήμης
πού πήγα και εξάντλησα
και λέξεις και πράξεις και συνθήματα.
Μη μείνω μόνο στο χέρι με ελλείμματα.
Να ψάξω την τσέπη μου την άδεια
που βρίσκω μόνον τη γροθιά μου.
Να κρυώνω στο κορμί που μπάζει
το μπουφάν μου 7 χρόνια τώρα.
Αυτό φοβάμαι;

Και τώρα που βλέπω
τις Πύλες του Ιερού Χώρου
-απέναντί του μένω 25 χρόνια τώρα-
κοιτώ και αυτούς που πάνε
και "προσκυνούν",
και γαρύφαλλα αφήνουν,
και συγκινούνται,
και δακρύζουν,
και ακούν τη Φαραντούρη
να άδει από μεγάφωνα
στημένα στο δρόμο.
Και πιο 'κει
που πωλούν τα τυροπιτάδικα
τις λιχουδιές τους.
Και απέξω στήνουν οι πλανόδιοι
τα σουβλάκια που το Χώρο λιβανίζουν.
Και τα πανώ με τις γνωστές λέξεις μας,
γραμμένα, κρέμονται σαν κουρελόπανα.
Τα φυσά ο αέρας και πάνε καί' ρχονται.
Αυτούς και αυτά φοβάμαι;

Όλους εκείνους που θυμήθηκαν
να Το γιορτάσουν κάθε
17 του Νοέμβρη μήνα.
Που παρατάσσουν
τα κουρελιασμένα ιδεώδη τους.
Που ρουσφετολογούν
καθόλη τη διάρκεια του έτους.
Που καθίσαν σε θέσεις
και παζαρεύουν την τιμή τους
σε ευρουδάκια.
Που θρασύτατα δηλώνουν
"ήμουν και εγώ εκεί".
Που τολμούν να πηγαίνουν
στα κάγκελα μπροστά,
ενώ την ίδια στιγμή από το κινητό
κλείσαν ραντεβού με υπουργό.
Που σχολάσαν από την υπηρεσία
νωρίς, με αιτιολογία την ημέρα,
και συνωστίζονται στου Floca,
πίνοντας καφέδες αραχτοί.
Που συζητούν για επιτόκια,
για αγορές και ζητήσεις.
Που παίρνουν παχυλούς μισθούς
και σκέφτονται το εφάπαξ...

Το βρήκα!

Ούτε τη γροθιά μου,
ούτε το κορμί μου.

Αυτούς, όλους,
όλους αυτούς,
που κάνουν όλα αυτά,

φοβάμαι!

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Εμείς για ποιον;



Χαρακώνουμε το γυαλί.
Με το νύχι να ματώνει.
Και μένει το παράπονο.
Χωρίς πώς και γιατί.

Φτιάχνουμε καφέ.
Την μια κούπα για μας.
Την άλλη για όποιον έρθει.
Αν και όταν.

Να διαγράφουμε κύκλους.
Στο πριν και το μετά.
Ποτέ στο εδώ και τώρα.
Όχι στο παρόν μας.

Να οδηγούμε με μουσική.
Στη ζάλη του δρόμου.
Σαν παιδιά της ρόδας.
Που γυρνά και πάει.

Η ζωή μας ένα αστείο.
Που δεν είναι ανέκδοτο.
Που βάζει κόμπο στο λαιμό.
Ψίθυρο στ' αυτί του κόσμου.

Κάτι απ' το παραμύθι μας.
Αφήνουμε στην παλάμη.
Του άλλου, του ιδανικού.
Και αν το δεχτεί.

Πάντως εκπέμπουμε.
Με την ευχή ν' ακούσει.
Κάποιος να νιώσει.
Τι ήμαστε.

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Στα στενά των οδών Ονείρου και Μνήμης


Βλέπεις, επιμένω.
Να φορτώνω τις μέρες μου
με κόκκαλα δικών μου.
Να θυμάμαι πώς ήταν
και πως πια δεν είναι.
Να περιμένω σε ύπνο
να δω τη φιγούρα τους.
Να κρύβομαι στο σκοτάδι
και να τάζω στον πόνο εκδίκηση.
Να μιλώ με τις σκιές που αντανακλούν
στο παράθυρο του σπιτιού μου.
Να βάζω στις φωτογραφίες τους
παντοτινό χαμόγελο.
Να βάζω το κλειδί της πόρτας
κάτω από το πατάκι,
για να το βρουν και νά'ρχονται.


Να πίνω και να πίνω
για να μπορώ
πιο εύκολα να τους θυμάμαι.
Να πίνω και να πίνω
για νά'χει άλλοθι το κλάμα μου.

Νά'χω και εγώ την επομένη
σοβαρή δικαιολογία
πως μετέτρεψα το θρήνο τους
άλλη μια φορά σε κέφι.

Με κλαρίνα και ντέφια.
Με λυγμούς και κρασοκατάνυξη.
Επιμένω να θυμάμαι.

Κάπου ανάμεσα
στα στενά των οδών
Ονείρου και Μνήμης
πάλι χτες ... χάθηκα!

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Πού κοιτάς;

Τό'δες απόψε;
Έχει αρχίσει
να παίρνει πάλι
το σχήμα του.
Να φαίνεται
ότι αυτό είναι.
Όχι άλλο.
Ολόκληρο.
Όχι μισακό.
Ούτε χλωμό,
παραδομένο
στο σύννεφο.
Καθαρό πάλι.
Χωρίς μουντάδα.
Να ξεχωρίζουν
οι κοιλάδες.
Οι λάκκοι του.
Οι χαράδρες του.
Τα μάτια του.
Το χαμόγελό του.

Τό'δες απόψε;
Σήκωσες το βλέμμα;
Το κοίταξες;
Επιτέλους
αναρωτήθηκες,
γιατί έλειπε
απ' το στερέωμά σου;
Έψαξες πού
ήταν άφαντο
τις ώρες του ύπνου;
Σε ποιους υπονόμους
σερνόταν πάλι;
Σε ποια λασπόνερα
καθρεπτιζόταν;

Πού κοιτάς καλέ;

Το φεγγάρι;

Μα τι λες;

Για το πρόσωπό μου σου μιλούσα!

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Ροκ πεζό (1)


Δεν μπορεί! Θα το έχεις νιώσει. Μισώ ό,τι αφήνει πίσω του το παράπονο. Μισώ το παράλογο ανούσιο. Φυτεύω σφαίρα στο κρανίο της ματαιοδοξίας και με σπάθα παίρνω το κεφάλι της δυσφήμισης. Εσύ δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Παρακολούθα τις κινήσεις μου στον αέρα. Πώς σφυροκοπάω τα όνειρα νύχτες και νύχτες να βγάλω από πάνω τους τόνους μαδέρια και να σφυρηλατήσω το πλαίσιο τους από μαντέμι αξιοπρέπειας.
Αν μου κρατήσεις κακία. Κράτα μου. Συγνώμη δε ζητώ, παρά μόνο από τον εαυτό μου, που τον είχα και τον παίδευα χρόνια τώρα, μέχρι να βρω τη πηγή της λύτρωσης και να πιω κουβάδες δύναμη. Τώρα έχω στο πλευρό τον άνεμο και τις λιπόσαρκες μνήμες μου τις πέταξα από το κάθισμα του συνοδηγού. Τώρα ταξιδεύω με δυο ρόδες στ' άστρα και ακουμπώ με δάχτυλα μύστη τη χρυσόσκονή τους. Για μνήμη έχω το χαμόγελο του γέρου που κατανοεί το μάταιο και το γέλιο του παιδιού που αγκυροβολεί στα στενοσόκακα της πόλης, και ας μην έχει πια την αλάνα του να παίξει.
Το πετροβόλημα το έχω για πλάκα. Πετάω πέτρα στη βόλεψη και στο ξεπροβόλημα της μύτης, που σηκώνει και κουνά τα ρουθούνια της ,όπου μυρίζει ανθρώπινο κρέας και θρόνο και τιμή. Χεσμένη την έχω τη λούγκρα της πολυτέλειας. Τη φτύνω και μετά από πάνω της, ποδοπατώντας, χορεύω καρσιλαμά. Πιο τίμιο χορό δεν ξέρω. Έχει φιγούρες θανάτου και έρωτα. Τη χάρη του Χάρου με μια δόση ανέστιας αγάπης. Μη ζητάς τα ρέστα.
Από την πολλή συναλλαγή σου έγινα αυτό που βλέπεις. Είπα να μπω στο τριπάκι της καθωσπρέπει ζωής και κατέληξα σταλεγάκιας. Σοφός μέχρι τον απώπατο. Το μηδενικό το έχω καβαντζώσει και από τη φούχτα του μυαλού μου δεν μπορεί κανείς να το ληστέψει. Εσύ ψάχνε το, να το βάζεις στα μετόπισθεν των αριθμών που σου χάρισε η κυρά-αριθμητική. Χεσμένη την έχω και αυτή! Δε με βόλεψαν οι άνθρωποι νούμερα. Την πάρτι μου τη στολίζω με άτια ανεκπαίδευτα, που γλύτωσαν από το λάσο του καβαλάρη, που καμώνεται σπουδαίος μόνο άμα ιππεύει. Άμα τον βάλεις ποδαράτο, γκρεμοτσακίζεται στο ίσωμα. Την ανηφόρα επέλεξα και μου πάει στη σόλα. Αυτή με βγάζει ντουγρού σε ηλιοβασιλέματα. Εσύ κάτσε στην πλημμύρα του κάμπου. Στην πλημμυρίδα του συρμού και της σιγουριάς που κοζάρει το φόβο.
Τέτοια ζευγάρια πάντα μου τα κορόιδευα. Σε γόνατα που τρέμουν από πόθο δε στήριξα την ιδέα μου. Και κράζω. Δε ψιθυρίζω πια. Και να ματώσω, δε βγάζω αίμα. Χρώμα γαλάζιο και πράσινο το έχω. Μεταξύ ουρανού και θάλασσας...η καλύτερή μου. Έξυσα την μπογιά από το πρόσωπό μου και τώρα καμαρώνω με όλες μου τις ρυτίδες, που -ομολογώ- τις απόκτησα μετά κόπων και βασάνων. Το σμίλεψα επαρκώς, νομίζω το νέο μου "εγώ" και αν δεν το αντέχεις, μην το κοιτάς. Καθρέφτης σου εγώ δεν είμαι.
Πούλα τη συνείδησή σου μέσα στα βολέματα του κατεστημένου και της καθωσπρέπειας. Εμένα θα με βρίσκεις με τρύπιο το μακό και λιγδιασμένο τζιν απέναντί σου, με τη σφεντόνα ανά χείρας να σου αμολάω πλήθος από πλίνθους και κεραμίδια,όπως-όπως πάνω στο ξερό σου. Δεν κατάλαβες; Δεν είμαι από την πάστα σου. Δεν είχα ποτέ την επιθυμία ν' αποκτήσω δικό μου τσαρδί, τουτού και μπικικίνια στην τράπεζα που αυτοδιαφημίζεται με ένεχυρο τη ζωή σου.
Σάλιο δεν είχα για να γλύφω λερούς πολιτικάντηδες και μαστροπούς φουσκοτσεπάκηδες. Στο σάλιο μου είμαι φειδωλή. Το χρησιμοποιώ μόνο για να σε φτύνω στα μούτρα. Το γόνατο δε συνηθίζω να το λυγίζω. Ποτέ μου δεν το λύγιζα σε εκκλησίες και δε με μουνούχισα με τάματα και παρακάλια στο θεό, να σώσει δικόν μου ή εμένα. Αποδέχομαι τη μοίρα μου, όπως την καθορίζω εγώ, με την επιλογή μου, κάθε στιγμή. Στο κουτί με την επιγραφή "Ελεήστε τους πτωχούς της ενορίας μας" έριχνα γροθιά, όχι κέρμα. Με χαλούσε η προστακτική.
Στο κουδούνι του σπιτιού μου δεν έχω βάλει όνομα. Είναι το μέρος που μένω και δε βρίσκω το λόγο να το διατυμπανίζω. Όσοι είναι φίλοι θα με βρουν. Και άμα με βρουν το μέρος που μένω είναι και δικό τους. Δεν μπορώ κάθε τόσο, να ξεβιδώνω το θυροτηλέφωνο και να αναρτώ άλλο χαρτάκι με άλλα ονόματα. Της ιδιοκτησίας δεν ήμουν και δε θα γίνω οπαδός.
Σημαία κανενός δε σήκωσα ποτές. Αρνιόμουν πεισματικά και στις παρελάσεις τη σημαιοφορία. Έπειθα με τις αποβολές που προκαλούσα να μου δίνουν, για νά' χω στον έλεγχο "διαγωγή κοσμία". Τον ίλιγγο των ιδεολογιών απέφυγα και δε θα βρεις τ' όνομά μου σε καμιά λίστα κομματόσκυλων σα χα'ι'μαλί να κρέμεται. Λάβαρα και συνθήματα δεν κράτησα ούτε στο χέρι, ούτε στα χείλη. Μέχρι και την ιστορία δεν τη διάβασα ορθόδοξα. Δεν την ακολούθησα και δεν την παπαγάλισα από την πεπατημένη. Τα μαθηματικά τ' αγάπησα μόνο γιατί με έμαθαν να μετρώ το Σύμπαν, όχι τα χαρτονομίσματα. Γι' αυτό ακόμα λαθαίνω μπροστά σε ταμείο ή δίνω λάθος ρέστα. Τη διαίρεση δεν την κατάλαβα ποτές και ας έσκαγε η βέργα με τσούξιμο στα δάκτυλα. Γιατί να μάθω να μοιράζω τον κόσμο; Και τα κλάσματα τα έκλασα και αυτά μικρή.
Εμένα μ' αρέσει νά' μαι φίλη της Σοφίας, της Γραμματείας, της Τέχνης και της Φαντασίας. Με τα κορίτσια αυτά μαθήτευα χρόνια στα ίδια θρανία. Σκάγαμε στα γέλια ,όταν ο παιδαγωγός μας πετούσε όξω από την τάξη του μυαλού του. Το παιχνίδι και τη μάθηση τη βρίσκαμε στο κενό, στο διάλειμμα, όταν οι άλλοι μέσα επαναλάμβαναν του κόσμου τις ανοησίες, τα δι' ευχών, τους εθνικούς ύμνους και τα κύριε ελέησον. Μπούρδες. Εμένα η Αντιγόνη μου στάθηκε παράδειγμα και η Μήδεια. Σ' αυτές να μοιάξω ήθελα. Γιατί ήταν ροκ...

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ...


Το σπίτι μου δεν έχει γωνίες.
Είναι στρογγυλό.
Χωρίς σημείο κόψης.
Απλώς δεν έχει να πληγώνει.
Είναι μεγάλο σαν κουκούλι αγκαλιάς.
Έχει μόνο να δώσει.
Δεν παίρνει ποτέ τίποτα από κανέναν.
Βγάζει όμως, ήχους μουσικούς,
σαν παλιό μπαγλαμαδάκι.
Ακούγεται στον ακάλυπτο
και αντηχάει στον ξεσπρουλιάρη τοίχο,
αυτόν τον καρσί ηδονοβλεψία.

Το σπίτι μου προστατεύει
επιμόνως τις διαθέσεις μου.
Κλείνει τα ξύλινα παντζούρια του
ή τα μισοανοίγει,
ανάλογα με τις ορέξεις μου.
Έπειτα τρέφει τη λεβάντα
που ποζάρει στο μπαλκόνι,
με πολύ λίγες εικόνες από πόλη.
Ποτίζει τα καλοκαίρια μου
με νερό, μήνες και μήνες άνυδρους.
Και όταν περνούν από πάνω του
κλαμμένα σύννεφα,
φυσώντας τα διαλύει.
Για νά' χω πάντα τον ήλιο στο πλευρό
και τ' αστέρι στον ώμο τον αριστερό.

Το σπίτι μου με ταξιδεύει
με τα σεντόνια του απλωμένα πανιά.
Τα φυσά ο άνεμος και πάμε.
Εγώ και αυτό ακατοίκητοι από άλογους.
Πλούσιοι από έπιπλα άλλων,
που έφυγαν, που μίσεψαν για αλλού.
Αλλά αυτό επιμένει να τους φιλοξενεί.
Όλους καθισμένους στο στενό σαλόνι
και στο διπλό κρεβάτι απάνω,
να μιλούν χωρίς τσιρώτα απαγορεύσεων.
Έτσι ο ήχος μας φτάνει μέχρι τ' άστρα.

Το σπίτι μου δεν έχει όνομα κουδούνι.
Το αρνήθηκε πεισματικά.
Είναι για να μην το βρίσκει
κανείς ανεπιθύμητος ύφαλος.
Έχει ζωγραφισμένα τόξα κατεύθυνσης
στους γύρω του δρόμους-πλεύσεις
για τις μυημένες σκέψεις.
Στολίδια του ιβίσκοι από ζαχαρόνερο
και η πέτρα του η ζωντανή
στεριώνει τη ζωή μου.

Έχει νεύρα και μυώνες
και αυτιά και μάτια
και χέρια το δικό μου σπίτι.
Που με σηκώνουν ψηλά απαλά,
που με ακούνε να μιλώ με μένα,
που μου κοιτάζουν την ανάσα,
που με χα'ι'δεύουν στοργικά,
σαν κοιμούμαι με σύντροφο κανένα.

Το σπίτι μου γιορτές ημέρες
στολίζεται από μόνο του.
Ανάβει τις λάμπες και τα πορτατίφ του.
Βάζει παλιά τανγκό με δίσκους βινιλίου,
για να χορέψουμε σε κύκλο.
Ξαμολάει στα δωμάτια καναρίνια
και στο τραπέζι της κουζίνας
βάζει μέλι και υάκινθους.
Αλλάζει το χρώμα του στους τοίχους
και κουβαλά καλούδια λιχουδιές,
φρούτα και μπαχάρια,
από μέρη εξωτικά,
για να μη φύγω μακριά του.

Το σπίτι μου εμένα με φροντίζει.
Ποτέ του δε μου ζήτησε ν' αλλάξω.
Με κράτησε όπως ήμουν ζεστή,
στα εφηβικά του χρόνια,
για να γελάμε παιδικά.
Στα ράφια του πλήθος βιβλίο
με μωρουδίστικες ανάσες
και παιγνίδια
και βιβλία
και κατασκευές
για νά' ναι ο κήπος της Εδέμ,
μόνο για μένα.

Στο σπίτι μου δεν είπα ποτέ το φχαριστώ.
Δεν θέλει ν' ακούει κολακείες.
Του φτάνει που περιστρέφω μαζί του,
χρόνια τώρα τη μορφή μου.
Με έμαθε να εξερευνώ
την κατατομή μου,
σα γλύπτης που λαξεύει
στο άσπρο του μαρμάρου
εφηβικό κορμί.
Με δίδαξε να στήνω κεραίες,
να αιχμαλωτίζω αρώματα γητειές,
να παγιδεύω τα ξόρκια στο κατώφλι,
να σηκώνω φλάμπουρα αντίρρησης,
να πετώ μέτρα και θερμόμετρα,
στάθμες και βαρόμετρα,
που τά' χα σφηνωμένα στο κεφάλι.

Τέλος, το σπίτι μου εμένα
κανείς δεν το πληγώνει.
Έχει σε ιστό αράχνης
κρεμάσει ονειροπαγίδες
για τα ανθρωπάκια μύγες.
Σχεδία, σέρνει πίσω του
τα σχέδια των άλλων
και τα μουντζουρώνει.
Και άμα δει μουντάδα στον καιρό,
ροκανίζει άγκυρα και παλαμάρια.
Αφήνεται, ξανοίγεται
σε πέλαγο χαράς.

Σαν αερόστατο
φουσκώνει,
ξεφουσκώνει.
Με παίρνει,
με φέρνει μακριά,
με φλόγες χείλη,
από πυρσό,
και όλο βελτιώνει
την όψη του κόσμου.

Μπορεί, αν είσαι ευφάνταστος,
κάπου να μας πετύχεις...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΣΗΜΕΡΑ ΛΕΕΙ...


Σήμερα λέει,
είναι μέρα
που η γυάλινη ζωή μου
σχηματίζει κύκλους έτη.
Γενναιότητες ανακαλύπτω
καμιά κατοστάρα.
Χυδαιότητες...
Όσο και αν έψαξα
βρήκα μόνο μία:
που δεν κλαίω σε κηδείες.
Ενοχές...
Βρήκα, βρήκα!
Που δε θρηνώ
τα παλιά.
Έχω ν' ανησυχώ
πολλάκις για τα άλλα.
Τις ετικέτες.
Μη με παρεξηγείς.
Των άλλωνε εννοώ.
Τις δικές μου τις πέταξα
στο σκουπιδοφάγο.
Καιρό παλιό.

Τώρα περπατώ
απροσδιόριστα.
Για πού και πώς,
στ' αλήθεια δε με μέλλει.
Έχω στα δάχτυλα
το βάζο με το μέλι.
Γλύφω και γλύφω.
Αν τύχει και μπορέσω,
πασαλείβω με δαύτο
τις πληγές
εκείνων που ακόμα επιμένουν.

Λοιπόν, το προσωρινό μου
σταματά εδώ.
Τη βαρκούλα μου
την έχω σύρει σε καρνάγιο.
Τη βάφω με μελετημένες κινήσεις.
Τα πανιά της τα μπαλώνω
με παιδικές φατσούλες..
Τη στολίζω με σημαιούλες χαμόγελα.
Στο μεσαίο κατάρτι βάζω
πανάκι ουρανό και συννεφάκι.
Στον ύφαλό της λουρίδα
αρυτίδωτη θάλασσα.
Τη φορτώνω
με το μουσικό μου όργανο,
δυο στοίβες λευκά χαρτιά
για μετά-
νά'χω να περνώ τον καιρό μου-,
μια αγριελιά,
ρακί, για νά'χω να λέω με μένα,
μια ανορθόγραφη γραφή
σε κίτρινο χαρτί
που μ' άφηκε η γιαγιά μου,
δυο τρύπιες μπλούζες,
ένα τζιν ξεβαμμένο ουράνιο τόξο.

Στην πλώρη γράφω τη λέξη
"Ζω¨.
Ετοιμάζω ταξίδι
για αλλού,
μα θέλω ακόμα λίγο καιρό.
Η διορία αυτή μου δόθηκε
σε επιστολή "προς ακηδεμόνευτους".
Θα την εκμεταλλευτώ
και όσο πάει.

Και αν πάλι δε με κατάλαβες,
δεν πειράζει διόλου.
Εγώ στο είπα.
Ετοιμάζω το φεύγα μου.
Μόνο για μένα.
Θα τραβήξω την κουρτίνα
να δω πού βγάζει
η γυάλινη ζωή.

Αλλά όχι ακόμα.
Έχω στο συρτάρι μου
επιστολή "προς ακηδεμόνευτους".
Αυτή μου δίνει άδεια
να μείνω, μέχρι να φτιάξει
ο καιρός και να σαλπάρω!

Νά' σαι έτοιμος.
Στάσου στο μουράγιο,
μόλις σε φωνάξω.
Και νά'χεις πρόχειρο και το μαντήλι σου...

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Να πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ;


Ισορροπώ σε δυο
σανίδες συναίσθημα
πάνω από σένα.
Και παιδεύω τα πόδια μου.
Γέρνω μια δώθε και μια 'κείθε.
Πολεμώ -σου λέω- μην πέσω
ΜΕΣΑ ΣΟΥ.

Ίλιγγος.

Που ξεκινά από
εκείνο το χτυποκάρδι,
κάπου μεσοπέλαγα
που ένιωσα.
Έπειτα που απλώθηκε
και τύλιξε το νου μου,
σα σύννεφο
τρίχρωμο.

Χρώμα μαύρο,
χρώμα κόκκινο,
χρώμα μπλε.

Σε αυτό το σύννεφο με τις σανίδες μου στάθηκα.
Σε αυτό και σ' αυτές πάνω, τώρα στέκομαι.
Τώρα;

Μήνες τώρα.
Χρόνια τώρα.
Αιώνες τώρα.

Ίλιγγος.

Είναι να ρωτάς;
Παλιές οι σανίδες.
Στο υπογράφω:
δε θ΄αντέξουν το βάρος
του συναισθήματος.

Τα πόδια μου
πονάνε απ' την αγκύλωση.
(Είναι η δικαιολογία μου αυτό.)

Μήνες τώρα.
Χρόνια τώρα.
Αιώνες τώρα.

Να πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ;
Θα πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ!
ΠΕΦΤΩ.
Να δεις και εσύ
πόσο βαρύ
είναι το βάρος.

Να ρε, να!


Μην έχεις και πολύ εμπιστοσύνη.
όχι και πολλά-πολλά μαζί μου.
Δεν είναι που δε μου πας.
Συνηθίζω ν' απλώνω
τα χέρια μου.
Ποτέ για να πιαστώ.
Απλώνω τα χέρια.
Για να μουντζώσω.
Θέλει και αυτό τη χάρη του.
Την βρήκα και την έχω.

Που λες...

Η μούντζα είναι μεράκι.
Την έχεις πρόχειρο σκονάκι.
Άμα το ζητήσει το διαγώνισμα
η δασκάλα η Ζωή,
τσαφ εσύ, απλώνεις το χέρι
και πετάς το σκονάκι-μούντζα
στα μούτρα της.

Άμα είσαι και μεταξεταστέος
έχεις πρόχειρα δυο μούντζες- σκονάκια
να βρίσκονται.

Ένα για την Ιστορία των ανθρώπων
που πέρασαν και πάνε...
σαν τους Παγκόσμιους
και ένα για τη Λογοτεχνία των ανθρώπων
που σου απήγγειλαν
λογάκια του συρμού.

Σ' αυτά τα δυο τα βρήκα σκούρα.
Κράτησα το διάλειμμα ανάμεσα στις ώρες τους.
Αυτό μου πήγαινε πιο πολύ.
Πού να θυμάμαι τώρα ημερομηνίες, χρονολογίες και ονόματα.
Πού να θυμάμαι τώρα ποιος είπε σε ποιον και τι.

Έχω πλέον μέθοδο.
Την τάξη δεν τη ματακάνω.
Θα την πηδήξω
με δυο σκονάκια μούντζες
απλωτές.
Σε Δύση και Ανατολή.
Να φαίνονται.

Απλωτά...
Να ρε, να!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

ΠΙΚΡΟΧΑΜΟΓΕΛΟ

Τελειώσαμε.
Σου τό' χα πει.
Θυμάσαι;
"Να ξέρεις θα χαθούμε".
Και το πράξαμε ως έχει.
Ως νά' χω την αλήθεια στο πλευρό,
νά' χεις κι εσύ πιο ήσυχη ζωούλα.

Και' γω δυο στάλες
πικροχαμόγελο
να τις ανακατεύω
μ' ένα φλυτζάνι καφέ
σκέτο.

Κάθε πρωί.

Είναι ένας
ο τρόπος
να γλυκαίνω.

Τον καφέ...

ΜΟΝΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ

Βλέπω το πρόσωπό μου
μουντό στον τοίχο,
τον βαμμένο
με του λαδιού μπογιά,
της κουζίνας.
Είναι αυτό που χρόνια
τό'χω,
που χρόνια
δεν το ξέρω
και τ'ανακαλύπτω
και πιο νέο
στη γονιμότητα
των πτυχών του.

Εύχομαι στα επίγεια
σώματα
να το χαρούν
το πρόσωπο
που απ' άλλη εποχή
το φυγάδευσα κρυφά
απ' τα ηλεκτροφόρα,
για πολλούς,
σύνορα της φαντασίας.

Αλλά να ξέρουν πως
μόνο ως προς αυτό
θα γίνω παρελθόν.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

ΠΟΡΕΙΑ ΕΦ'ΟΡΟΥ ΖΩΗΣ

Τα βήματα που κάνεις
με λασπώνουν
και εγώ προσεκτικά τ' αποφεύγω.
Γιατί δεν ταιριάζουνε σε πόδια
που δεν τα βαστούνε πρώτα.

Και ήταν τόσα πολλά
και ήσουν τόσο λίγος
που καλοκαίρια
-ποιος να πει;-
πόσα θα χαράμιζα,
μετρώντας σου τα ίχνη
και αν θα προλάβαινα,
πριν τα μολέψουν όλα
οι άνεμοι κάθε ενοχής.

Κουράστηκα.
Να σύρω βήμα, δεν μπορώ.
Στο κάτω-κάτω εμένα τι με μέλλει;
Ν' αναπολώ τους κύκλους
που έκαμα, με φτάνει.
Και δεν μπορώ να κλείσω
σε άλλου πορείες
τη ζωή μου όλη.

Μια ανακοίνωση.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Κομπάρσος

Κείνο τ' όνειρο,
το ίσο που,
όπως πάντα,
συναντώμαι
εγώ και ' κείνο
μέσα στα δικά μου μάτια,
καθώς στρίβω στη γωνιά
το δρόμο του σπιτιού μου...

τό' θαψαν εδώ.
Σ' αυτό το μέρος
της μικρούλας γης,
τό' χουν δεμένο σε πασσάλους,
χωμένο στο χώμα
και το τυραννούν.

Μιας αλλιώτικης ιστορίας
απ' ό,τι φανταζόμουν
πως θά' μουν πρωταγωνιστής...
κατέληξα κομπάρσος.


Και όμως...
όλα σήμερα
είναι ήρεμα.
Τ' αποφάσισα!

Είναι ήρεμα
γιατί τ' αποφάσισα.

Θα σκοτώσω τον πρωταγωνιστή!

Το κακό με όλ' αυτά είναι
που δε θυμούμαι,
πού βρήκαν τον κομπάρσο.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Και έχει- Ατυχία μου- έναν τέτοιο ήλιο σήμερα!


Ο Χρόνος φεύγει, ο Χρόνος έρχεται.
Ακολουθώ μενεξεδένια μονοπάτια
στο ακατοίκητο τοπίο μου.
Μόνη...
Βρίσκω να χαϊδέψω
με τα ακροδάχτυλα
τα ψιλόλιγνα σπαρτά σε χωράφι.
Πέφτω ανάσκελα
μέσα στο κίτρινο δάσος τους.
Κοιτώ τα σύννεφα που ξεδιπλώνουν
το άσπρο τους πάνω στο κεφάλι μου.
Η θέληση έσκισε τις μνήμες
και ό,τι πολύτιμο πικρόγλυκο είχα,
το έχει ήδη φορτώσει
στην πλάτη του ανύπαρκτου.
Από εδώ και μπρος δεν κάνω κόπο
να τρέχω πίσω από τη λαχτάρα.
Ούτε και κάνω σταυρό
να ' χω ανθρώπους δίπλα μου.
Μου αρκεί ο Ένας.
Σήμερα θα στολίσω στα μαλλιά το στάρι.
Θα σκίσω τα καλά μου ρούχα.
Χοροπηδώντας,
θα προκαλέσω τα σύννεφα.
Το γκρίζο τους μου πάει καλύτερα.

Είναι που έφτασε ο μήνας στα μισά του;
Είναι που νιώθω τα αλλάγματα του καιρού;
Είναι που έχω το σίγουρο για ζωντανό ακόμα;

Μη με ρωτάς.
Δε μου φτάνει πια
το ερωτηματικό στο τέλος.
Την αστραπή ψάχνω
στο δοκάρι της ζωής μου
να κρεμάσω.
Να τη δω να σκίζει
την κόρη του ματιού.
Ν' αντιφεγγίζει
τα αμαρτήματά μου.
Να τη δαγκώσω
με τα δόντια και να λάμψουν.
Τα διατηρώ ακόμα
σε καλή κατάσταση,
αν και αναβλύζει καπνός
ακόμα από τις σχισμάδες τους.

Και όπως είπα στην αρχή,
ο Χρόνος φεύγει, ο Χρόνος έρχεται.
Χωρίς καμιάν ιδέα
πώς να κόψω τον κάπνισμα.

Τώρα θα σηκωθώ
και με σκισμένα ρούχα
και στα μαλλιά το στάρι,
και με τα δόντια,
παραταγμένα στρατιωτάκια,
θα βγω μια γύρα
να δω κατά πού πέφτει
και η θάλασσα.
Το στοιχειό της, λένε,
τραβά τους κεραυνούς.
Εδώ που είμαι
δεν έχει δέντρα.
Εδώ που είμαι
δε βλασταίνουν κεραυνοί.

Θα πάρω το δρόμο κατά 'κεί που πέφτει η αστραπή.
και έχει- Ατυχία μου- έναν τέτοιο ήλιο σήμερα!

Υ. Γ. Βρήκα -τουλάχιστον -το θαυμαστικό- στο τέλος!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΑ



Επιβάλλω διαθέσεις, συγκεντρώνω προθέσεις
και το χρήμα στα δάκτυλα μετρώ.
Υπολογίζω καταθέσεις, αγαπώ τις ανέσεις
και ανθρώπους που λατρεύω, τιμωρώ.

Έχω στο νου μου μπερδεμένο το παρόν,
αντιγράφω και τ' αστέρια με καρμπόν,
αν και γνωρίζω πως στο τέλος το παιχνίδι θα το χάσω,
δεν μπορώ, ούτε και πρόκειται ν΄αλλάξω.

Παραδίνομαι στο μίσος, αδιαφορώ για το πλήθος
και το χρόνο αφιερώνω στο κενό.
Λειτουργώ σαν ένας χτύπος, σα κούτσουρο, σα λίθος
που βρίσκει και λαβώνει το καλό.

Αν και ξέρω το λάθος, είμαι μόνο ένα πάθος
και με πείσμα το κέρδος κυνηγώ.
Διαγράφω αγάπες, αναλύω αυταπάτες,
την ψυχή μου στο διάολο πουλώ.

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Καλέ μου ψηφοφόρε...



Καλέ μου πολίτη, καλέ μου ψηφοφόρε, σε μερικές μέρες θα σου ζητήσουν οι "Μπαλκονάτοι" την ψήφο σου. Και επειδή είμαι σίγουρη πως όποιο κόμμα και να ψηφίσεις, όλα είναι προμελετημένα και προαποφασισμένα και υπέρμετρα προσχεδιασμένα, απόλαυσε το βιντεάκι που βρήκα. Άντε βρε... ΚΑΛΟ ΒΟΛΙ!

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

TA ΛΟΓΙΑ ΠΕΡΙΣΣΕΥΟΥΝ



Απολαύστε το! Αφιερωμένο σε όλους εσάς τους πολίτες τούτης της βαριόμοιρης χώρας! Και, αν μπορέσετε να κοιμηθείτε...ε, τότε ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΣΑΣ!

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

ΟΙ ΜΠΑΛΚΟΝΑΤΟΙ ΚΑΙ ΕΓΩ












Ναι, καλέ...μαύρη μου κάναν τη ζωή με τις πάρλες και τα ντιμπέιτ τους! Όλο "θα" και "θα". Τάζουν στους παρατρεχάμενους και αυτοί μες την κολοπιλάλα τους τρέχουν πέρα-δώθε με πλαστικές σημαιούλες και κονκάρδες στο πέτο, κραυγάζοντας συνθήματα, για να τους δουν στα μπαλκόνια...τους ΜΠΑΛΚΟΝΑΤΟΥΣ!
Όλο μιλούν για το ταψί και από πίτα...τίποτα! Αλλά, όπως είθισται, όλα τα κακά έχουν και τα καλά τους! Έτσι:
1. Στόλισα την τηλεόραση με σεμεδάκι φούξια και την έκαμα σα λατέρνα από τα μπιμπελό. Αφού τώρα πια δεν την ανοίγω διόλου και την παρόπλισα από τη βασική της χρήση, είπα να τη μετατρέψω σε κάτι που θυμίζει μπιζουτιέρα. Κιτς αυτοί; Πιο κιτς εγώ!
2. Βρήκα καιρό και πήγα στην έκθεση βιβλίου. Αγόρασα και κάποια και χτες κιόλας τέλειωσα το ένα μέσα σε μια νύχτα.Είχε τίτλο: "Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη".
3. Ασχολήθηκα με τα του οίκου μου: σκούπισα, σφουγγάρισα, έπλυνα μπαλκόνια, πότισα γλάστρες, χάιδεψα τα φυτά και τους γατούληδες με τους οποίους - τιμή μου - συγκατοικώ. Πήγα μάλιστα και σινεμά. Εκπληκτική η ταινία"Τα μυαλά μας πίσω". Τη συστήνω ανεπιφύλακτα.
4. Αγόρασα από ένα φαρμακείο ωτοασπίδες. Των φρονίμων το παιδί που μένει πλησίον του Πεδίου του Άρεως προνόησε και επειδή όπου νά' ναι θα σκάσουν μύτη οι μπαλκονάτοι, ουδεμία διάθεση έχω να τους ακούω με τις φανφάρες και τα μικρόφωνα, τις ντουντούκες και τα μεγάφωνά τους. Επιδεικτικά εκείνες τις μέρες θα το παίζω κωφή και ας έχει κατέβει στη γειτονιά μου το "μεγάλο μας τσίρκο"! Πασόκ-ΝΔ αυτοί... και εγώ "καλέ δεν σας ακούω!Μιλάτε μου πιο δυνατά"!
5. Είδα φίλους που έχω να τους δω καιρό και το τι ειπώθηκε για την προεκλογική περίοδο δε θα πω, γιατί είμαι από σπίτι εγώ και η μαμά μου μου έχει πει να μη λέω κακά λόγια.
6. Προθυμοποιήθηκα να βγάζω βόλτα κάθε βράδυ το σκύλο της γειτόνισσας - προς μεγάλη της έκπληξη-και παίρνω σβάρνα τις γωνιές και τους δρόμους της γειτονιάς και αυτός-πάντα το έλεγα ότι τα ζώα έχουν ένστικτο- έχει βαλθεί να κατουράει πάνω στις αφίσες που ποζάρουν οι μπαλκονάτοι. Γινήκαμε οι τρομοκράτες με το κάτουρο...με το συμπάθειο.
7. Ανήρτησα μια ομορφότατη σημαία στο μπαλκόνι μου με ζωγραφιστή μούτζα τεραστίων διαστάσεων, ευελπιστώντας να περάσει ελικόπτερο της αστυνομίας, κανενός καναλιού ή και κανένα ζέπελιν -από 'κείνα που ακριβοπληρώσαμε με τους Ολυμπιακούς- να δουν και να απαθανατίσουν και το δικό μου σύνθημα.
8. 'Επαιξα το σάζι μου που είχα καιρό ν' αγγίξω. Έγραψα και στίχους. Ιδού μερικοί:
"Θα σας μαυρίσω όπου νά' ναι,
πλησιάζει ο καιρός.
Ό, τι και να τάζετε, την ψήφο μου
δε σας χαρίζω, ο φτωχός.
"Ελλάς πωλείται" θα γράψω σε ταμπέλα,
θα σεργιανώ με αυτήν στους δρόμους,
δικαιωμένη, δυστυχής και "κούνια μπέλα".
Άμα με δείτε, γράψτε μου εκεί που μ' είχατε γραμμένη.
Το συνηθίζουν οι ελεύθεροι να μην είναι βολεμένοι."
9. Έπαψα προ καιρού να βλέπω εφιάλτες. Κάτι τύποι μπαλκονάτοι πόζαραν μπροστά μου με κάτι κουστούμια τίγκα σε λεζάντες που έγραφαν "χρέη, ανεργία, Ολυμπιακή, SIEMENS, Βατοπαίδι, φτώχια, συνταξιοδοτικό, νομοσχέδια, αυξήσεις των ΔΕΚΟ..."και εγώ έτρεχα να τους εμποδίσω να μπουν στο σπίτι μου. Τελικά τα κατάφερα. Πήρα μια σούβλα που έχω για το Πάσχα και τους σούβλισα και είχε η Ελλάδα , λέει , να τρώει κρέας μέχρι τα Χριστούγεννα!
10. Τέλος, κόβω βόλτες κάτι απίστευτες ώρες και απολαμβάνω βροχή και ήλιο, νύχτα και υγρασία...σα να ζωντάνεψαν πάλι οι αισθήσεις μου, αφού τους έβγαλα οριστικά από τη ζωή μου. Ξαναβρήκα το χαμόγελό μου, επιτέλους! Ως μία από τους πρωταγωνιστές σε σίριαλ άρχισα να νιώθω! Ο σκηνοθέτης μου είπε ότι θα είναι ΙΛΑΡΟΤΡΑΓΩΔΙΑ! Υποψιάζομαι ότι μετά τις 4 του Οκτώβρη θα πέσει πολύ γέλιο. Το κλάμα θα έρθει αργότερα, αλλά δε θα αργήσει και πολύ!

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

ΑΚΟΜΑ ΕΞΑΣΚΟΥΜΑΙ ΣΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ...

Ό,τι ζούμε είναι σαν τα πουλιά.
Ο έρωτας το ίδιο.
Μιλούν την ίδια γλώσσα.

Αυτή του πετάγματος.
Σε πάνε στα ψηλά,
μαζί με τα φτερά τους.

Συγκρούεσαι με δύναμη
πάνω στον άνεμο
που βρίσκουνε στα ύψη.

Ατενίζεις τον κόσμο
με τη σιγουριά του παρόντος,
που διαρκεί όσο η σταγόνα...

να βρει και να πέσει
στο υπόλοιπο νερό.
Στο ατίθασσο γαλάζιο.

Και στο πέταγμα ίδιοι:
Η Ζωή...
Ο Έρωτας...

Ακόμα εξασκούμαι στο πέταγμά τους...
αν και έχω μάθει να βουτώ με ευκολία:

ΣΤΟ ΚΕΝΟ!

Δευτέρα 3 Αυγούστου 2009

ΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΑΚΟΜΗ ΜΕΡΑΣ!

Σκοπό δεν έχω
ν' αποδώσω
αιτίες,
πληγές,
ευθύνες...
σε κανέναν
και τίποτα.

Τη ζωή τη ρούφηξα
ως το μεδούλι.
Ήπια
από το ζαχαρόνερό της,
πλημμύρισα
από τα χρώματά της,
έλιωσα
στις στιγμές της,
νανουρίστηκα
στην αγκαλιά της.

Έτσι πλήρης
νιώθω
στιγμές
σαν και αυτή...
Κάπου στο σούρουπο,
πες το εσύ
"βασίλεμα ήλιου"...
Εγώ το λέω:
"Αρχή μιας ακόμη μέρας"!

Όταν η θάλασσα φιλά το ακρογιάλι















Και έτσι μια εικόνα
με τη μαγεία της μελαγχολίας,
χαραγμένη στο μωβ του δειλινού...
Εξάλλου οι λέξεις εδώ περιττεύουν,
όταν μιλά το συναίσθημα...
Εδώ που η θάλασσα συνέχεια
φιλά στα χείλη το ακρογιάλι...

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Σαν "σονάτα του σεληνόφωτος"...










Σου γράφω
τώρα που περπάτησε η ώρα
στα χαμηλά σκαλοπάτια της
και που κοιτάζει το ρολόι της
με κλεφτές ματιές,
λαχανιασμένη από την ηδονή
της ανάσας σου,
του κορμιού σου,
της φωνής σου,
της ψυχής σου.

Σου γράφω,
γιατί σε λίγες μέρες
πάλι το φεγγάρι
θα γιομίσει
και θα φέρει στο νου μας
απείραχτες εικόνες,
που τις έχουμε
φυτέψει βαθιά στο μυαλό,
για να μην τις βρει κανείς
και μας τις θολώσει,
για να τις ζήσουμε και πάλι.

Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι
κρατά ακόμα τις σκιές μας
ενωμένες σε μία,
άφοβα, σχεδόν ιερά.
Αυτό το φεγγάρι
θα σηκώσουμε τα μάτια
να κοιτάξουμε
χαμογελαστά
σαν παιδιά,
πιασμένα χέρι-χέρι
από ένα παραμύθι,
που δε μας τό'πε η γιαγιά,
γιατί το γράφουμε
Εμείς...

σαν "σονάτα του σεληνόφωτος"
του Μπετόβεν
ή
του Ρίτσου;

Διάλεξε...

Πάντως θα την ακούσουμε μαζί...
Εμείς...

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Μόνο αυτό...





Ποτέ στερεότυπα
εγώ δεν άκουσα
το όνομά μου.
Ποτέ στερεότυπα
εγώ δεν είπα
το όνομά Σου.
Όλα σε πλήρη αρμονία
τά' χω

με ' κείνο
το Αρχικό,
το Κεφαλαίο,
το δικό Σου
πρώτο γράμμα,

που νανουρίζει
τις νύχτες μου,

που απαλύνει το κακό
της μέρας μου
,
που περιπλανιέται
σπίτι μου,
ακόμα και όταν πια
έχεις φύγει.


Συλλαβιστά προφέρω
το όνομά Σου

και έχω την αίσθηση
-ψευδαίσθηση
-
αλά μπρατσέτα,
ότι πάνω στο δικό μου
ξαπλώνει,
αγκαλιάζει,
φιλά,
στοργικά
τη σκληρότητα
του ήχου του δικού μου...
και σ' ευχαριστώ γι' αυτό.

Και όχι μόνο γι' αυτό...

Σάββατο 18 Ιουλίου 2009

Δε χαραμίζομαι πια με προσδοκίες

Έπειτα πήρα
το βράδυ παραμάσχαλα.

Τους δρόμους έβαλα μπροστά
μην ξέροντας
γιατί και πού...

Πόδια που τρέχαν
ξέχωρα απ' το μυαλό,
με φέραν στο λιμάνι.
Παραταγμένα τα σύμβολα
του φευγιού
στη βρωμερή προβλήτα.

Δεν ψιθύρισα ευχή ούτε
για καλοτάξιδα όνειρα.
Με ένα πήδημα μπήκα
σε ένα από δαύτα.

Για σήμα του τον πρίγκιπα
που ερχόταν και που πήγαινε
αδιάκοπα το Αιγαίο
αιώνες τώρα.

Ούτε βαλίτσες, ούτε ελπίδες.
Νέτα σκέτα.
Βλέπεις;

Δε χαραμίζομαι πια με προσδοκίες.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Φτερό στο κρεβάτι σου...

Κάθησα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, πριν από ώρα. Να σου γράψω θέλω δυο λογάκια της στιγμής, αλλά δε βρίσκω τίποτα που να σου αξίζει. Ξύνω το κεφάλι μου, κοιτάζω το κενό, κοιτάζω και την ώρα, διαπιστώνω πως μου τέλειωσε ο καπνός - φτου!- και ακόμα ψάχνω λέξεις. Αλλά αυτές δε μου'ρχονται, άμα δεν έχω νικοτίνη στο στόμα.
Γελώ λίγο με το χάλι μου, με αυτήν μου την εξάρτηση, αλλά πάλι...Το βρήκα! Κάπου έχω καταχωνιάσει μια παλιά πίπα και ένα καπνό Captain Black και ο εθισμός μου κάπως για απόψε θα καλυφθεί, για να καλύψω και εγώ με γραμματάκια το άσπρο κενό στον υπολογιστή και να σου γράψω... Επιτέλους...
Όχι, μην τρομάζεις! Δεν έχω να πω κάτι σπουδαίο. Απλώς...θά'θελα να ήσουν εδώ. Κάθε μέρα που περνά, μου λείπει και πιο πολύ το γέλιο σου, το χαμόγελό σου. Λένε πως κανείς συνηθίζει στην απουσία του άλλου με τον καιρό. Μην τους πιστέψεις! Ψέμματα λένε. Μια δόση παρηγοριάς πουλάνε και αυτοί. Μα δε θέλω να την αγοράσω. Δεν ήμουν ποτέ καταναλωτής, τέτοιων ειδών.
Ας είναι.
Η ρημάδα η πίπα με παιδεύει και χάνω και τον ειρμό των σκέψεών μου. Όλο σβήνει και όλο την ανάβω. Και πάλι από την αρχή. Πού είχα μείνει; Α, ναι! Δε σου το έχω πει, αλλά συχνά στα όνειρά μου βλέπω να πετώ. Μαγεία και θαύμα τούτη η ανάδυση του κορμιού στα σύννεφα. Ωραία η αίσθηση του ύψους, του αέρα, της εικόνας να κοιτάς τον κόσμο από πολύ-πολύ ψηλά.
Κάνω μια έτσι και κοιτώ πίσω μου. Δυο μεγάλα κάτασπρα φτερά έχουν φυτρώσει στους ώμους και με πάνε και με πάνε, χωρίς να ξέρω πού, χωρίς να τα ορίζω εγώ. Κινούνται μόνα τους, ευδιάθετος ηχητικός παλμός τα ακολυθεί και εγώ χαίρομαι με το παράλογο του πράγματος.
Βλέπω θάλασσες και δάση. Βλέπω τον ήλιο και σύννεφα. Βλέπω λίμνες, καταρράκτες, βουνά και δεν ακούω παρά μόνο το απαλό αεράκι που σφυρίζει ελαφρά στ' αυτιά μου. Νιώθω ανεξήγητη χαρά. Απλώνω τα χέρια και ακολουθώ τη φορά της πτήσης. Χτυπώ παλαμάκια, τραγουδώ ό,τι θυμάμαι από παιδικά τραγουδάκια, κλείνω τα μάτια και νιώθω τούτη τη στιγμή τόσο κοντά στην απόλυτη ευτυχία. Λες να' ναι έτσι η ζωή μετά το θάνατο ή ο θάνατος μετά τη ζωή; Διάλεξε όποιο σχήμα σου πάει...
Και έπειτα σιγά σιγά αρχίζω να χάνω ύψος. Όχι απότομα. Σταδιακά. Έχει πάρει ήδη να σουρουπώνει. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα πρώτα αστεράκια και ένα φεγγάρι- θεέ μου- ολόγιομο. Ο ήλιος λίγο θέλει ακόμα, για να χαθεί εντελώς από τα μάτια μου. Κοιτώ προς τα κάτω. Τα πόδια μου αιωρούνται στο κενό. Πιο κάτω αρχίζω να ξεχωρίζω μια πόλη, δένδρα, δρόμους, πάρκα, σπίτια.
Απαλά σαν αέρας προσγειώνομαι στην αυλή σου. Είναι νύχτα πια και η πτήση έλαβε τέλος. Τα φτερά μαζεύονται, αλλά εγώ ακόμα δεν πατώ στο έδαφος. Αιωρούμαι μια σπιθαμή πάνω από αυτήν και κάνω έτσι και ανεβαίνω τα σκαλιά σου, χωρίς να κουνώ τα πόδια. Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά και περνώ μέσα από αυτήν σαν αέρας. Δεν έχω υπόσταση. Δεν ανήκω πια στην ύλη. Σαν καλό ξωτικό τρυπώ τους τοίχους του σπιτιού σου.
Στο δωμάτιό σου εσύ κοιμάσαι. Σε λούζει το χλωμό φως του φεγγαριού. Σηκώνω το σεντόνι σου και τα φτερά μου διπλώνουν εντελώς. Ξαπλώνω δίπλα σου και σε αγκαλιάζω στοργικά. Την πλάτη σου έχω στο στήθος μου, φιλώ τα μαλλιά σου. Και κλείνω τα μάτια.
Αν τύχει και βρεις κάποιο πρωί ένα φτερό στο κρεβάτι σου, μην απορήσεις. Ήμουν εκεί... δίπλα σου. Κοιμόμασταν αγκαλιά όλο το βράδυ...

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Εκείνη τη νύχτα...Ιούλιος, του 2009




Ήμουν εκεί! Τους είδα! Μαγική βραδιά που τη σιγοντάριζε άπνοια, ζέστη αφόρητη και κόσμος κρεμασμένος από καθίσματα, κερκίδες, σκαλοπάτια...Στην αρένα άλλοι όρθιοι. Όλοι όμως άκουγαν, χόρευαν, άναβαν στις μπαλάντες αναπτήρες. Πίσω από μένα ένας γέροντας με μακρύ μαλλί, δίπλα του ένας πιτσιρίκος γύρω στα δέκα και παραδίπλα ο μπαμπάς του με μαύρη μπλούζα και μαλλί μέχρι τους ώμους...
Τρεις γενιές εκεί. Γυναίκες, άνδρες, μικροί μεγάλοι, ψιθύριζαν στίχους, κραύγαζαν στίχους και εκείνοι εκεί, πάνω στη σκηνή...έπαιζαν ασταμάτητα.
Δεν μας πείραζε ούτε η ζέστη, ούτε η υγρασία, ούτε που ήμαστε ο ένας πάνω στον άλλο. Άναβαν και έσβηναν τα φλας, οι φωτογραφικές μηχανές πήραν φωτιά.
Το ίδιο και οι ψυχές όλων.
Ήμαστε εκεί. Φορτωμένοι κάποιοι με εικόνες από την εφηβική τους ηλικία, τότε που αγόραζαν δίσκους βινιλίου για να τους έχουν και να τους ακούν στο σπίτι, με το χαρτζιλίκι που το μάζευαν καιρό. Άλλοι σε κάποιο τραγούδι τους έδωσαν το πρώτο φιλί, άλλοι έκαναν το πρώτο τους τσιγάρο, άλλοι έβαζαν το κασετόψωνο να παίζει τέρμα τη μουσική τους στο δωμάτιο για να κλάψουν εκείνον ή εκείνην που έχασαν.
Ήταν εκεί και οι πιο μικροί, που τώρα έβλεπαν τους θρύλους της ροκ μπροστά τους μαζί με το δικό μας το Βασίλη που, σε κάποιο τραγούδι, τους αγκάλιασε και τραγούδησαν μαζί...
Ήταν η βραδιά που έλεγες πως δεν πάει, θα σπάει η καρδιά σου από τα συναισθήματα, τις αναμνήσεις, τις εικόνες, τους ήχους της ηλεκτρικής κιθάρας και των ντραμς. Και είχε και η φωνή των SCORPIONS αυτό που είναι το ροκ!
Και από πάνω μας ένα φεγγάρι...Όλο πάνω μας εκείνο το φεγγάρι...
Εκείνη τη νύχτα, με τη ζέστη, την άπνοια, την υγρασία...κολλημένοι και 'μεις πάνω στους ήχους, στο φεγγάρι, στο αίσθημά μας.
Εκείνη τη νύχτα...Ιούλιος, του 2009, έξι του μηνός, νύχτα με πανσέληνο σχεδόν...
Humanity

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΚΑΙΕΙ Η ΦΩΤΙΑ...

Έτσι όπως καίει η φωτιά,
καίγονται και οι φίλοι.

Τους είχες βρει
μετά κόπων
και βασάνων.
Και το βήμα σου
το συνόδευε
και άλλου βήμα.

Και είχες
το κλάμα,
το γέλιο σου
στα δύο
μοιρασμένα.


Έπειτα,
δε σου κούνησαν
ούτε μαντήλι
ως ένδειξη
αποχαιρετισμού.

Χάθηκαν
σε μια στροφή
δρόμου,
σε ένα ανήλιαγο
στενό,
σε μια βρεμένη
λεωφόρο.

Και ας είχες ακόμα
πολλά να τους πεις
και να σου πουν.
Και πιο πολλά
να δώσεις.
Μίσεψαν οικειοθελώς.

Δεν έμαθες,
ως φαίνεται,
ακόμα,
να αποχαιρετάς
ανθρώπους.

Επιτέλους:
Αγόρασε
πρώτη
εσύ
ένα ...μαντήλι!

Κούνησέ το
τώρα, ΑΝ ΜΠΟΡΕΙΣ...