Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Εμείς!

Δε μας δεσμεύεις όνειρα!
Μη χαίρεσαι.
Δεν...
Εδώ που τ' αγιάζι
δίνει σχήμα στις Ελιές
και οι πευκοβελόνες,
που άλλοτε είναι στρώμα
και που άλλοτε τρυπούν κορμιά,
έχει πάντα έναν ήλιο
που τον φοράμε
στο μέτωπο.

Δε μας δεσμεύεις το μέλλον.
Μην τρίβεις τα χέρια σου.
Δεν...
Εδώ τ' αγιάζει όλα
η αρμύρα και το παρελθόν
ξεκουράζεται σε κάθε πέτρα.
Γλύφει πάντα ένα κύμα
τα δάχτυλα μας κι ας χρειάστηκε
μ' αυτά να σμιλεύσουμε
αιώνες τώρα ακτές και ακρωτήρια.

Δε μας κλείδωσες ούτε το παρόν.
Ας φέρεις το διάολο στο τσεπάκι.
Δεν...
Εμείς έχουμε γεμάτες τις χούφτες μας
από αίμα-το αίμα μας-
και από αυτό θρεφόμαστε.
Ανακυκλώνουμε τη θέση μας,
τη ριζωμένη σε πανάρχαιες κολώνες
και με σεντόνι τους αιώνες
σκεπαζόμαστε τις νύχτες
που τ' άστρα βολτάρουν.
Ξέρουμε να τα μετράμε κιόλας.

Σε τούτον τον τόπο- κράκουρο,
χώσαμε τα πόδια βαθιά
στο σκληρό του χώμα
και δε μας πέταξαν στον Άδη
άλλοι και άλλοι,
πιο δυνατοί και πιο μεγάλοι.
Μάθαμε να μελετάμε
την αιώρα των καιρών,
να επιμένουμε ορθοί
να χαράζουμε τη μοίρα μας
με γραμμές οριζόντων,
και ας εκπνεέουν προθεσμίες.
Ας έχεις σχέδια σχεδίες σωτηρίας.
Ας έχεις δηλωμένες τις προθέσεις σου
σε κάθε παράθυρο και θύρα.
Το στενό του δρόμου,
Το βάδισμα του ποδιού,
η ανέχεια της υπομονής,
κάποια στιγμή αγία
θα σε καταχερίσει.


Δεν έχει να πάρεις τίποτα
από εμάς που δώσαμε και δίνουμε
ακόμα Ποίηση.
Εμείς...

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Πριν από την Κάθαρση

Σε μια σχεδία νόμων πάνω
με πέταξαν, κουφάρι!
Γύρω μου Σκύλλες και Χάρυβδες,
πρόσωπα τεράτων ψηφισμένα,
γαλβανίζουν την οργή μου,
γιατί όσο να πεις και το κουφάρι
έχει ουσία, αφού στοιβάζεται
με πλήθος άλλα, την ώρα
που το πλεούμενο βουλιάζει.
Πιάνει, όσο νά' ναι χώρο.
Έπειτα θα ξεχειλίσει
τούτη η σχεδία
και τα κουφάρια θα πέφτουν
μάζα νεκρών στη θάλασσα
των επικίνδυνων εκτρωμάτων,
για νά'χουν να θρέφονται
τα βρυκολιασμένα στόματα.
Μα σάπια τα κουφάρια,
θες από τον ήλιο,
θες από τη ζέστη,
θα μολύνουν τα στόματα
και θα ψοφήσουν και αυτά.
Καθείς με τη σειρά του.
Δεν έχει άλλο τέλος
η αιτιώδης τούτη σχέση!
Μόνο που τα τέρατα
ελπίζουν ακόμα,
να ξεφύγουν από τον πανάρχαιο
τούτο νόμο.
Δεν έμαθαν ακόμα
πως πέρα από τη δική τους βολή,
τη δική τους Βουλή,
υπάρχει και το απρόβλεπτο,
και τούτο δεν υπολογίζεται,
παρά μόνο πριν την κάθαρση!
Πολύ αργά, μα πάντα!

 

Τηλέφωνο!



Απεριόριστα να μιλάμε.
Αυτό θέλω.
Όμως, δεν προτείνω
μιαν ακόμη απομόνωση
πίσω από κεραία
και σύρμα και καλώδια.
Είναι πολλά αυτά
που ανακάλυψαν
για να επιτείνουν
την απομάκρυνσή μας.
Βρήκαν ως λύση την απόσταση.
Από Καλοκαίρι σε Χειμώνα.
Και έπειτα ξεχνιόμαστε-
πάει ξεχαστήκαμε-
σε ξέχασα- με ξέχασες-
χαθήκαμε, αδερφέ!
Μην αφήσεις να νικήσει
το φερέφωνο της φωνής.
Τεχνολογικό αφιέρωμα
αλλοτρίωσης προς χαμένους.


Εγώ προτείνω
μια συνάντηση
βλέμμα με βλέμμα.
Άσε τα μηνύματα.
Είναι για τους νεκρούς.
Γράψτα σε ταφόπλακα.
Εκεί πιάνουν και τόπο.
Τ' άλλα που γράφεις σβήνονται.
Χάνονται στο κενό των συχνοτήτων.

Και η φωνή σου αλλοιώνεται
από το μικρόφωνο του
τηλεφώνου.
Ακούγεται μηχανική,
άλλου φωνή,
ξένη ολότελα,
άγνωστη,φτωχή.
Δεν έχω ούτε τη μυρωδιά σου,
όταν μεσολαβεί καλώδιο.
Δεν έχω το σχήμα του κορμιού σου.
Και αυτό το κρύο πλαστικό,
ποιον να καλύψει στην ανάγκη
της αφής;

Δεν είναι λίγη τούτη η έλλειψη.
Το άγγιγμα που λείπει
είναι το μεγάλο βάσανο,
Τούτο το μαραφέτι
επισφραγίζει
την απουσία ύπαρξης.


Εγώ τη φωνή σου τη θέλω
και στα δυο μου αυτιά:
στερεοφωνικά,
να ηχεί όπως ηχεί.
Ανθρώπινα, φυσικά αληθινή.

Μια συνάντηση δεν είναι δα και δύσκολη.
Μην την επιβεβαιώσεις και πάλι τηλεφωνικά.
Ξέρεις πού θα με βρεις.
Εκεί που συναντιόμασταν: στο πάντα.

Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010

Με προκάλεσαν!

Στο χαμόγελο που κλέψανε
όρκο παίρνω:
Θ'αφήσω το παράπονο
στο συρτάρι.
Θα τους το χαρίσω όλο
στο ακέραιο.
Δεν είμαι άοπλος.
Στέκω καθαρός
στη βρώμα που αναδύουν
τα γουρούνια του καιρού μου.

Θ' ανοίξω το μπαούλο
της γιαγιάς και θα βγάλω
πέτρες ιστορίες,
σφεντόνες μύθους,
ασφυξιογόνες μάσκες ρεμπέτικα,
σύγνεφα θρύλους,
που μας θέλουν νικητές.

Θα βγάλω από μέσα
περήφανους βαρκάρηδες,
βουνίσιους αντάρτες,
πολέμαρχους σημαδεμένους,
αήττητους οδοιπόρους αιώνων,
γυναίκες που κουβαλάνε πολεμοφόδια,
πλήθος ήρωες απέθαντους,
για να χαρακώσω τους χειμώνες
που μας βάλανε να περπατήσουμε.
Να ο στρατός μου!

Το οπλοστάσιο της γιαγιάς
απύθμενο μένει.
Έχει βροντές του Δία
και το δόρυ της Αθηνάς.
Έχει και Καποδίστρια
και Ρήγα μέσα να εμψυχώνουν.
Έχει την ειρωνεία του Παναγούλη,
την πονηριά του Οδυσσέα
και μια τάβλα για την πένα του Κοραή.
Έχει Σεφέρηδες και Ελύτες
και τον Ήλιο τον Πρώτο.

Θέλει στον πάτο
τον Άσημο και τη Γώγου
για εφεδρεία,
τη μαστοριά του Ζαμπέτα,
την περηφάνεια του Λεωνίδα
για ιππικό.
Βγάζει ακόμα την Μπουμπουλίνα
με την πιστόλα περασμένη
στο ζωνάρι, για ναυτικό.
Δίπλα της να στέκει ο Ρίτσος
και ο Βάρναλης μεθυσμένος
από τα εμβατήρια που παίζουν
τα ταμπούρλα των αδικημένων
στους δρόμους.

Θα κατέβω μαζί τους
στον πόλεμο
που ανοίξανε με την καρδιά μου.
Έστω και ζαβός,
έστω και παράλυτος
από το δακρυγόνο
των ονείρων που μου ρίξανε.
Τούτο το κακό θανατικό να πεθάνει.
Να πάρουν οι αδύναμοι
τη θέση που τους πρέπει.
Τούτοι σηκώνουν το βάρος
του άδικου καιρού
που απωθεί το ανθρώπινο.
Σαν άλλοτε, να νιώσουν τιμημένοι,
τους αξίζει.

Αν χρειαστεί
για αρχιστράτηγο
θα αγγαρέψω το Διγενή
καβάλα στον Μαύρο του.
Το μανιφέστο θα το υπογράψει
ο Καστοριάδης και το μελάνι
θα το βάλει ο Σολωμός.
Ιαχές θα βγάζει ο Αχιλλέας
με τον Αλέξανδρο στο πλευρό του.
Ο Βουκεφάλας θα πατά
πάνω σε τέρατα-μυθεύματα
που επινόησαν οι νέοι βρυκόλακες,
που μας θέλουν πουλημένους
στην ξεφτίλα του δανεικού.
Μα με τέτοια στρατιά αμέτρητη,
τι να φοβηθώ;

Για τους πληγωμένους δε με νοιάζει.
Ο Παπανικολάου και ο Γεωργάκης
που θα φέγγει με το φλεγόμενο σώμα του,
να βλέπει για να ράβει πληγές,ο πρώτος.

Με πρωτεργάτες αστραπές
και μαστόρους κανονιών τις βροντές
Θα σηκώσω θύελλες,
αν δεν αρκέσει μαχαίρι.
Μόνος δεν είμαι.
Έχω ζεφτεί στην πλάτη μου
όλους τούτους
και με οδηγούν.
Μόνο αυτούς
έχω δικούς μου.
Την Ιστορία μου
μου τη γράψανε αυτοί
και διαβάζω από παιδί
πάντα το πρωτότυπο.

Ένα μου παν όλοι:
"Τον Πόλεμο που ανοίγουν άλλοι,
τον κερδίζουν αυτοί που δεν τον θέλανε".
Και τώρα πάλι, με προκάλεσαν!