Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΠΑΝΤΟΥ



Έτσι σα μια μικρή αφιέρωση:
σ΄εκείνους που μας λείπουν,
σε ό,τι μας άφησε πίσω του,
σε εκείνα που χάσαμε,
σε ό,τι νοσταλγούμε,
σε εκείνο που πονέσαμε και μας πόνεσε...

Σε ό,τι εντέλει εγώ αγαπώ:

Σε εκείνα τα πυρωμένα μάτια
που βλέπουν μέσα μου.
Σε εκείνο το στόμα
που μετά από τόσο καιρό, ακόμα θέλω.
Σε εκείνο το πρόσωπο που είναι, για μένα,
άδυτο αρχαίου ναού.
Στη μορφή που εγώ παίρνω όρκο.

Στη ζωή,
στη στιγμή,
στ' όνειρο...

Υ.Γ. Είναι μιας φίλης blogger, που πολύ λυπήθηκα που μας άφησε...

Πέμπτη 28 Μαΐου 2009

ΔΕΝ ΠΑΙΖΕΙ ΡΟΛΟ Η ΜΟΡΦΗ...

Να λοιπόν! Να που δεν παίζει ρόλο η μορφή... Κάθε μέρα συναντούμε ανθρώπους στο δρόμο μας, που τους κρίνουμε από τη γενική εμφάνιση, την ομορφιά, το χρώμα των ματιών, το ύψος, τα κιλά. Γύρω μας όμως, υπάρχει και κρυμμένη ομορφιά, που τα άδεια, από τα Μedia, τις διαφημίσεις, τη μόδα, τα πρότυπα της σύγχρονης καταναλωτικής κοινωνίας, μάτια μας, δε μας αφήνουν να δούμε.
Καλά να πάθουμε, που δεν μπορούμε να δούμε τον άλλο. Καλά να πάθουμε, που είμαστε κουφοί, ψυχροί, ανέραστοι προς ό,τι έχει κρυμμένη ομορφιά. Ας μάθουμε λοιπόν, να βλέπουμε στους ανθρώπους την ουσία!
Ας μάθουμε επιτέλους τη σημασία της ζωής: ότι αυτή και στα πιο μικρά, στα πιο ασήμαντα- κατά τη γνώμη μας- όντα, έμψυχα και άψυχα- έχει δώσει το νόημά της. Δείτε τα, απολαύστε τα, χαρείτε τα και αρχίστε να βλέπετε επιτέλους την ομορφιά!
Η ζωή έχει χαρίσει σε όλους από κάτι. Αν κατορθώσουμε, με προσωπικό αγώνα, με αυτοκριτική, μακριά από προκαταλήψεις και στερεότυπα, να βρούμε αυτό το κάτι, ίσως να γίνουμε πιο ευτυχείς!

Απoλαύστε τη Suzan Boyle, τον Paul Potts και τη μικρή Connie Talbot...αυτούς που αποδεικνύουν περίτρανα πως η ομορφιά όλη δε φαίνεται πάντα με... την πρώτη ματιά...






Δείτε επίσης:
http://www.youtube.com/watch?v=RxPZh4AnWyk
http://www.youtube.com/watch?v=IVxa6QqtF_M
http://www.youtube.com/watch?v=dEa8gcisaPU


και θα καταλάβετε...

Δευτέρα 25 Μαΐου 2009

"ΒΟΥΛΟΜΑΙ ΑΠΙΕΝΑΙ ΕΙΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ."


Έχω φτάσει σε κατάσταση αλλοπαρμένης ευτυχίας στα τελευταία του καιρού. Δε με ακουμπά ούτε απελπισία, ούτε αχαλίνωτη μανία διωγμού, ούτε προσλαμβάνω με τις αισθήσεις ακρότατους μορφασμούς αγνώστων στο διάβα μου. Παίζω κρυφτό περίεργες ώρες, σα σκιά που ψάχνει σώμα να ταιριάξει. Αγγίζω καθετί ανούσιο για τους άλλους και σιγοψιθυρίζω παιδικά τραγουδάκια. Μια συμπεριφορά νηπιαγωγείου απόκτησα και πιάνω τον εαυτό μου να χαίρεται παιδιάστικα τη νηφαλιότητα της στιγμής.
Γνωστοί και φίλοι δίπλα και κοντά δε βρίσκονται για ν' αρχίσουν ν' απορούν με το έργο που παίζεται. Ευτυχώς, γιατί στις γύρω πολυκατοικίες αναρτώνται ταμπελίτσες με την επιγραφή "ψυχίατρος- νευρολόγος" και δε θα την απέφευγα την επίσκεψη...
Έπιασα χτες τον εαυτό μου και τον συνέλαβα να χορεύει σχεδόν στις πλάκες πεζοδρομίου σε δρόμο κεντρικό των Αθηνών, κατά τη στιγμή που γύρω πορεύονταν πλάσματα σε ρυθμό παραζάλης με μια μιζέρια υπό μασχάλης, να προλάβουν ετούτο και τ' άλλο και το παρ'άλλο...Εγώ γελούσα με δόντια κάτασπρα μέσα σε σύννεφα καπνού, που έβγαζα από το τσιγάρο μου, να λιβανίζω μήπως την ανοησία όσων σκουντουφλούσαν πάνω μου.
Το κλίμα της στιγμής: ήλιος που τσουρούφλιζε το μαύρο που φορούσα, άπνοια και δική μου αϋπνία από βραδύς και την έσουρνα από τοίχο γκρίζο σε τοίχο, νέφος και κυκλοφοριακό κορναρίσματα, φανάρια ου αναβόσβηναν, κορναρίσματα, μια γάτα να σκαλίζει μια σκουπιδοσακούλα, ταξιτζής που παραληρούσε απ' το ανοιχτό του παραθυράκι, πεζή που τραβούσε καροτσάκι τίγκα στο λαχανικό -λαϊκή εδώ κοντά, "περάστε κόσμε"- και εγώ σαν την τρελή, χωρίς ρολόι, χωρίς άγχος, χωρίς κάτι να με λαχανιάζει και να με βιάζει, τύλιγα άλλο ένα στριφτό, μετρώντας τις γραμμές σε διάβαση πεζών, μασουλώντας ταυτόχρονα μια πέτρα μπουκιά από κουλούρι αλήτικο, πλανόδιου πραμάτεια.
Α, ξέχασα το πιο σημαντικό όμως απ' όλα τα χθεσινά. Είδα και μούτζα να ρίχνεται καταπάνω σε οδηγό, που πέρασε με κόκκινο, από χαρακτηριστική φιγούρα ενός τύπου που κόβει βόλτες συχνά στα Εξάρχεια. Τον έχω πετύχει κανά δυο φορές ακόμα.Η μούτζα έπεσε, αλλά χωρίς συνοδευτικά "κοσμητικά". Τύπος με σανδάλια, χιτώνα, γενειαφόρος και πρασινάδα στεφάνι στα μακριά μαλλιά καστανόμαυρα στο χρώμα, που άγγιζαν τους ώμους. Ευθυτενής, ψηλός, με μια ιδιότυπα χειρόγραφη στάση, στεκόταν τώρα δίπλα μου ακριβώς, σε άλλο τώρα φανάρι.Ίσα με 35 άνοιξες είχε δεν είχε πορευτεί, αλλά για μένα ο χρόνος αστραπή γύρισε 2000 χιλιάδες τέτοιες πίσω.
Είπα να του μιλήσω: "Καλέ, για πού;"
Η απάντηση πληρωμένη και σύμφωνη με την ένδυση, ήχησε στ' αυτιά μου γλυκά. Τόσο γλυκιά σα γλυκό με κουτάλι που μόλις σερβίρισε η γιαγιά.
"ΒΟΥΛΟΜΑΙ ΑΠΙΕΝΑΙ ΕΙΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ."
"Εστί Διός ανάθεμα, μια τέτοια μέρα να μη βούλεσαι βόλτα εις Ακρόπολιν", απάντησα. Κυρία παραδίπλα σινιαρισμένη, γούρλωσε μάτι και επιτάχυνε βήμα, μόλις το φανάρι έδωσε το σύνθημα "Πεζέ περνάς". Μάλλον γιατί θα μας πέρασε και τους δυο σκαστούς από Δρομοκα'ί'τειο μεριά.
Χαμογέλασε ο συγγενής από τα παλιά, με χαμόγελο λίγο σαρδόνιο, που' χε μέσα του όμως και Περικλήδες και Σοφοκλήδες και Φειδίες και Καλλιπάτειρες.

Ώρα; Ώρα αιχμής.
Χώρος: Πλησίον αρχαιολογικού Μουσείου.

Είναι να μη νιώθω ακόμα πιο παιδί, όταν πέφτω μούτρο με μούτρο με τέτοιες ομορφιές που'χει να δείξει κάποιες φορές η πόλη τούτη, που μας μιμήθηκε στην ασχήμια; Είναι αυτές οι φορές που κάνει μια τσαφ και θυμάται τον παλιό καλό εαυτό της.
Αύριο το λοιπόν, θα καμωθώ και εγώ την άρρωστη και θα την κοπανήσω από τη δουλειά. Αφού και εγώ: "ΒΟΥΛΟΜΑΙ ΑΠΙΕΝΑΙ ΕΙΣ ΑΚΡΟΠΟΛΙΝ." Και θα πάω!

ΕΧΩ ΣΤΟ ΜΑΤΙ


Έχω βάλει στο μάτι να κόψω στη μέση 'κείνον τον πόνο που δε λέει να κοπάσει, όταν πάω να πω "σήμερα νιώθω καλά".Τελικά, όσο και αν είναι στην αρχή του το κείμενο, το να προσδοκάς είναι η πιο βέβηλη πράξη ενάντια του εαυτού σου. Στρέφω το μάτι, το ίδιο πάλι, πάνω σε ένα κεράκι πράσινο, δώρο μεγάλης αξίας για μένα, από χέρι που δεν το σφίγγω συχνά για νά'χω μια δικαιολογία και έτσι να εξομολογούμαι τα παράτολμα επεισόδια στη ζωή μου...

Έχω βάλει στο μάτι και κάτι συνομωσίες κοντινών μου και μακρινών ενίοτε προσώπων, που πολύ μου μπέρδεψαν τα καλώδια του συστήματός μου, που μέχρι πρότινος του' χα μεγάλη, θα έλεγα, εμπιστοσύνη. Τούτο το παιχνίδι ανάμεσα στις σκιές, εμένα δε μου πάει. Εγώ θέλω ήλιο και αρμύρα στα χείλη. Να κολλήσω στο στόμα 'μύγδαλο χαμόγελο και υπερηφάνως να'χω το μάτι στο μέτωπο ορθάνοιχτο. Όχι μισόκλειστο, της καχυποψίας και της αμφιβολίας μπάσταρδο τέκνο.

Έχω βάλει επίσης στο μάτι, μια παραλία από αυτές που πήγαμε και βρήκαμε μαζί. Εκεί έστω και σαν οπτασία, υποσχέθηκα να σε συναντήσω, γιατί το μυαλό μου με παίζει και φτιάχνει όμορφα σενάρια για 'κείνο και για τ' άλλο που είναι να'ρθούν. Και ας μην κάνουν πως έρχονται ποτέ, ως συνήθως! Εγώ θα επιμείνω να σε περιμένω σ' εκείνη την παραλία. Τη θυμάσαι; Θυμάσαι; Βότσαλο εγώ και εσύ το κύμα. Μην αθετήσεις τη συμφωνία.

Έχω βάλει στο μάτι τη ζωή. Σαν καρφίτσα την έμπηξα βαθιά και δε λέω να τη βγάλω από εκεί. Κάθε τόσο τη στριφογυρίζω, για να τη νιώσω να με πονά, αφού στην αθανασία έδειξα κόκκινη κάρτα. Ο πόνος είναι μεγάλος προδότης. Παρεισφρύει στο είναι σου ύπουλα και μετά πριονίζει αλυσιδωτά κάθε σίγουρη βάση σου. Μα είναι και δάσκαλος μεγάλος. Έχει τη βίτσα και κάθε που πας ν' αφαιρεθείς την αφήνει να πέφτει με δύναμη στη ράχη σου. Έτσι, για να νιώθεις ότι ζεις.

Έχω τέλος- εδώ ταιριάζει η λέξη- βάλει στο μάτι, ένα ταξίδι στα σύννεφα να κάνω και με τρόπο, σχεδόν μαγικό, να προσγειωθώ εκεί που με πάει η καρδιά μου. Όσο θα ταξιδεύω, θά' χω τα χέρια διάπλατα ανοιχτά και θα παίζω με τις ριπές του ανέμου, σαν ανεμόπτερο. Και θ' αφήσω να περνά το ουράνιο τόξο των χρωμάτων πάνω στο γυάλινο του ματιού, που σαν πυξίδα θα παίζει κρυφτό με Βορρά και Νότο.

Τώρα όμως, έβαλα στο μάτι τον ύπνο. Λέω να πάω να ονειρευτώ ότι είσαι 'δω. Κοντά μου και πως ακούω τα βήματά σου, μέχρι να φτάσεις στο κρεβάτι, για να ξαπλώσεις και εσύ...Χτες, σου τό' κρυψα, κοιμήθηκα στις 6 το πρωί και κάτι. Έδωσα μάχη με την αϋπνία και τα σεντόνια τής στάθηκαν σύμμαχος. Εγώ από την άλλη αλήτευα στο παρελθόν της μνήμης μου. Μόνη, χωρίς συμμάχους και πληρωμένους εκτελεστές, σ' έναν άνισο πόλεμο,...ώσπου είδα και το ξημέρωμα από τη χαραμάδα στο παντζούρι. Όλη η νύχτα πήγε έτσι. Ηττήθηκα και παραδόθηκα άνευ όρων. Για ώρες με το μάτι μου ζωγράφιζα τη μορφή σου στο ταβάνι.

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

ΕΧΑΣΑ ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΟΥ


Έχασα τα παπούτσια μου.
Καλαφατισμένα τα είχα και πάντα
πρόθυμα για εκδρομή ή για τρεχάλα.

Απόψε έφαγα τον κόσμο να τα βρω.
Μπήκα σε δεξαμενές κόπου,
κοίταξα κάτω από το χαλί της μνήμης.
Ανασήκωσα μαδέρια παρελθόν
και παλιοσίδερα συναισθήματα.

Άφαντα αυτά, αν και φθηνά.
Τα' χα, θυμάμαι κατεβάσει
από ένα ράφι εξορμήσεων,
που αιωρείται πάνω
από τη σκάλα προσδοκιών.

Πήρα τους δρόμους και τα βουνά.
Τα παλιά τα παπούτσια,
τα μποτάκια μου να βρω,
γιατί με είχαν δέσει με τα κορδόνια τους
και ένα το δέρμα τους ήταν με το δικό μου.

Λιωμένη είχαν σόλα και ήταν σ' όλα τους
μια ζωή στοιβαγμένη στους πάτους.
Κίνηση ανεμπόδιστη έκανα με δαύτα
και τα' χα εκπαιδεύσει να ' ναι υπάκουα.

Μα φαίνεται βαρέθηκαν τους ίδιους δρόμους.
Τα ίδια πάντα πόδια είναι τυραννία.
Πήγαν να συναντήσουν από κοντά τη λήθη.
Να χαράξουν αλλού πορεία σε άλλη πολιτεία.
Για να μη λέμε και πολλά: την ελευθερία.

Και προχτές αναπάντεχα, έλαβα τηλεγράφημα.

"Τα κορδόνια-δεσμά πετάξαμε. Στοπ.
Άλλες εικόνες ανασύρουμε τώρα. Στοπ.
Απευθύνσου στις σαγιονάρες
που μελετούν καλύτερα την εποχή. Στοπ.
Ευχόμαστε βίον ξυπόλητον. Στοπ."

Πέμπτη 7 Μαΐου 2009

Θάλασσα...αγκαλιά

Εκεί ήταν. Μόνη, μακριά από το στοιχείο που γι' αυτό ήταν φτιαγμένη...Περίμενε τον καιρό να φτιάξει. Και αυτός, όλο σύννεφα γέμιζε και σκοτείνιαζε τον ουρανό του. Που δεν έλεγε να καθαρίσει.
Έπειτα περίμενε και τον καπετάνιο της. Μήνες εκεί, αραγμένη πάνω στην άμμο, νά'ρθει να τη σύρει από το γιαλό στο κύμα και μαζί να ξανοιχτούν για θάλασσες αγκαλιές.
Τον περίμενε όμως, καρτερικά, υπομονετικά... Σαν τη γυναίκα τον άνδρα της από τον πόλεμο.
Δεν είχε μάθει ακόμα...
Αύριο θα την πουλούσαν. Σε κάποιον που του αρέσουν τα γερά παλιά σκαριά. Ο καπετάνιος της έφυγε μακριά. Νύχτα, στον ύπνο του, τον πήρε εκείνος που έρχεται για όλους στο τέλος.
Δεν τό'χε μάθει ακόμα...
Πως ο καπετάνιος της δε θα 'ρχόταν ποτέ πια να την πάρει να ξανοιχτούν μαζί σε θάλασσες αγκαλιές.
Μα, και που θα το μάθαινε, αυτή ακόμα...
Θα τον περίμενε για πάντα. Ν' ακούσει να τη φωνάζει ο καπετάνιος της με τ' όνομα της γυναίκας που αγάπησε πολύ, μα που δεν την παντρεύτηκε ποτέ, γιατί εκείνη επέλεξε άλλον.
"Μαριώ μου"... έτσι τη βάφτισε, έτσι τη φώναζε και έτσι θά' μενε να λέγεται.
Και άμα και αυτηνής τέλειωνε η πορεία της, θά'βαζε πλώρη μπροστά να τόνε βρει. Θά' καμε και αυτηνής η ψυχή πανιά για ν' ανταμωθούν σε θάλασσες αγκαλιές...
Οι δυο τους μόνοι, όπως παλιά...
Οι δυο τους μια θάλασσα αγκαλιά ...