Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Ροκ πεζό (1)


Δεν μπορεί! Θα το έχεις νιώσει. Μισώ ό,τι αφήνει πίσω του το παράπονο. Μισώ το παράλογο ανούσιο. Φυτεύω σφαίρα στο κρανίο της ματαιοδοξίας και με σπάθα παίρνω το κεφάλι της δυσφήμισης. Εσύ δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Παρακολούθα τις κινήσεις μου στον αέρα. Πώς σφυροκοπάω τα όνειρα νύχτες και νύχτες να βγάλω από πάνω τους τόνους μαδέρια και να σφυρηλατήσω το πλαίσιο τους από μαντέμι αξιοπρέπειας.
Αν μου κρατήσεις κακία. Κράτα μου. Συγνώμη δε ζητώ, παρά μόνο από τον εαυτό μου, που τον είχα και τον παίδευα χρόνια τώρα, μέχρι να βρω τη πηγή της λύτρωσης και να πιω κουβάδες δύναμη. Τώρα έχω στο πλευρό τον άνεμο και τις λιπόσαρκες μνήμες μου τις πέταξα από το κάθισμα του συνοδηγού. Τώρα ταξιδεύω με δυο ρόδες στ' άστρα και ακουμπώ με δάχτυλα μύστη τη χρυσόσκονή τους. Για μνήμη έχω το χαμόγελο του γέρου που κατανοεί το μάταιο και το γέλιο του παιδιού που αγκυροβολεί στα στενοσόκακα της πόλης, και ας μην έχει πια την αλάνα του να παίξει.
Το πετροβόλημα το έχω για πλάκα. Πετάω πέτρα στη βόλεψη και στο ξεπροβόλημα της μύτης, που σηκώνει και κουνά τα ρουθούνια της ,όπου μυρίζει ανθρώπινο κρέας και θρόνο και τιμή. Χεσμένη την έχω τη λούγκρα της πολυτέλειας. Τη φτύνω και μετά από πάνω της, ποδοπατώντας, χορεύω καρσιλαμά. Πιο τίμιο χορό δεν ξέρω. Έχει φιγούρες θανάτου και έρωτα. Τη χάρη του Χάρου με μια δόση ανέστιας αγάπης. Μη ζητάς τα ρέστα.
Από την πολλή συναλλαγή σου έγινα αυτό που βλέπεις. Είπα να μπω στο τριπάκι της καθωσπρέπει ζωής και κατέληξα σταλεγάκιας. Σοφός μέχρι τον απώπατο. Το μηδενικό το έχω καβαντζώσει και από τη φούχτα του μυαλού μου δεν μπορεί κανείς να το ληστέψει. Εσύ ψάχνε το, να το βάζεις στα μετόπισθεν των αριθμών που σου χάρισε η κυρά-αριθμητική. Χεσμένη την έχω και αυτή! Δε με βόλεψαν οι άνθρωποι νούμερα. Την πάρτι μου τη στολίζω με άτια ανεκπαίδευτα, που γλύτωσαν από το λάσο του καβαλάρη, που καμώνεται σπουδαίος μόνο άμα ιππεύει. Άμα τον βάλεις ποδαράτο, γκρεμοτσακίζεται στο ίσωμα. Την ανηφόρα επέλεξα και μου πάει στη σόλα. Αυτή με βγάζει ντουγρού σε ηλιοβασιλέματα. Εσύ κάτσε στην πλημμύρα του κάμπου. Στην πλημμυρίδα του συρμού και της σιγουριάς που κοζάρει το φόβο.
Τέτοια ζευγάρια πάντα μου τα κορόιδευα. Σε γόνατα που τρέμουν από πόθο δε στήριξα την ιδέα μου. Και κράζω. Δε ψιθυρίζω πια. Και να ματώσω, δε βγάζω αίμα. Χρώμα γαλάζιο και πράσινο το έχω. Μεταξύ ουρανού και θάλασσας...η καλύτερή μου. Έξυσα την μπογιά από το πρόσωπό μου και τώρα καμαρώνω με όλες μου τις ρυτίδες, που -ομολογώ- τις απόκτησα μετά κόπων και βασάνων. Το σμίλεψα επαρκώς, νομίζω το νέο μου "εγώ" και αν δεν το αντέχεις, μην το κοιτάς. Καθρέφτης σου εγώ δεν είμαι.
Πούλα τη συνείδησή σου μέσα στα βολέματα του κατεστημένου και της καθωσπρέπειας. Εμένα θα με βρίσκεις με τρύπιο το μακό και λιγδιασμένο τζιν απέναντί σου, με τη σφεντόνα ανά χείρας να σου αμολάω πλήθος από πλίνθους και κεραμίδια,όπως-όπως πάνω στο ξερό σου. Δεν κατάλαβες; Δεν είμαι από την πάστα σου. Δεν είχα ποτέ την επιθυμία ν' αποκτήσω δικό μου τσαρδί, τουτού και μπικικίνια στην τράπεζα που αυτοδιαφημίζεται με ένεχυρο τη ζωή σου.
Σάλιο δεν είχα για να γλύφω λερούς πολιτικάντηδες και μαστροπούς φουσκοτσεπάκηδες. Στο σάλιο μου είμαι φειδωλή. Το χρησιμοποιώ μόνο για να σε φτύνω στα μούτρα. Το γόνατο δε συνηθίζω να το λυγίζω. Ποτέ μου δεν το λύγιζα σε εκκλησίες και δε με μουνούχισα με τάματα και παρακάλια στο θεό, να σώσει δικόν μου ή εμένα. Αποδέχομαι τη μοίρα μου, όπως την καθορίζω εγώ, με την επιλογή μου, κάθε στιγμή. Στο κουτί με την επιγραφή "Ελεήστε τους πτωχούς της ενορίας μας" έριχνα γροθιά, όχι κέρμα. Με χαλούσε η προστακτική.
Στο κουδούνι του σπιτιού μου δεν έχω βάλει όνομα. Είναι το μέρος που μένω και δε βρίσκω το λόγο να το διατυμπανίζω. Όσοι είναι φίλοι θα με βρουν. Και άμα με βρουν το μέρος που μένω είναι και δικό τους. Δεν μπορώ κάθε τόσο, να ξεβιδώνω το θυροτηλέφωνο και να αναρτώ άλλο χαρτάκι με άλλα ονόματα. Της ιδιοκτησίας δεν ήμουν και δε θα γίνω οπαδός.
Σημαία κανενός δε σήκωσα ποτές. Αρνιόμουν πεισματικά και στις παρελάσεις τη σημαιοφορία. Έπειθα με τις αποβολές που προκαλούσα να μου δίνουν, για νά' χω στον έλεγχο "διαγωγή κοσμία". Τον ίλιγγο των ιδεολογιών απέφυγα και δε θα βρεις τ' όνομά μου σε καμιά λίστα κομματόσκυλων σα χα'ι'μαλί να κρέμεται. Λάβαρα και συνθήματα δεν κράτησα ούτε στο χέρι, ούτε στα χείλη. Μέχρι και την ιστορία δεν τη διάβασα ορθόδοξα. Δεν την ακολούθησα και δεν την παπαγάλισα από την πεπατημένη. Τα μαθηματικά τ' αγάπησα μόνο γιατί με έμαθαν να μετρώ το Σύμπαν, όχι τα χαρτονομίσματα. Γι' αυτό ακόμα λαθαίνω μπροστά σε ταμείο ή δίνω λάθος ρέστα. Τη διαίρεση δεν την κατάλαβα ποτές και ας έσκαγε η βέργα με τσούξιμο στα δάκτυλα. Γιατί να μάθω να μοιράζω τον κόσμο; Και τα κλάσματα τα έκλασα και αυτά μικρή.
Εμένα μ' αρέσει νά' μαι φίλη της Σοφίας, της Γραμματείας, της Τέχνης και της Φαντασίας. Με τα κορίτσια αυτά μαθήτευα χρόνια στα ίδια θρανία. Σκάγαμε στα γέλια ,όταν ο παιδαγωγός μας πετούσε όξω από την τάξη του μυαλού του. Το παιχνίδι και τη μάθηση τη βρίσκαμε στο κενό, στο διάλειμμα, όταν οι άλλοι μέσα επαναλάμβαναν του κόσμου τις ανοησίες, τα δι' ευχών, τους εθνικούς ύμνους και τα κύριε ελέησον. Μπούρδες. Εμένα η Αντιγόνη μου στάθηκε παράδειγμα και η Μήδεια. Σ' αυτές να μοιάξω ήθελα. Γιατί ήταν ροκ...

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ...


Το σπίτι μου δεν έχει γωνίες.
Είναι στρογγυλό.
Χωρίς σημείο κόψης.
Απλώς δεν έχει να πληγώνει.
Είναι μεγάλο σαν κουκούλι αγκαλιάς.
Έχει μόνο να δώσει.
Δεν παίρνει ποτέ τίποτα από κανέναν.
Βγάζει όμως, ήχους μουσικούς,
σαν παλιό μπαγλαμαδάκι.
Ακούγεται στον ακάλυπτο
και αντηχάει στον ξεσπρουλιάρη τοίχο,
αυτόν τον καρσί ηδονοβλεψία.

Το σπίτι μου προστατεύει
επιμόνως τις διαθέσεις μου.
Κλείνει τα ξύλινα παντζούρια του
ή τα μισοανοίγει,
ανάλογα με τις ορέξεις μου.
Έπειτα τρέφει τη λεβάντα
που ποζάρει στο μπαλκόνι,
με πολύ λίγες εικόνες από πόλη.
Ποτίζει τα καλοκαίρια μου
με νερό, μήνες και μήνες άνυδρους.
Και όταν περνούν από πάνω του
κλαμμένα σύννεφα,
φυσώντας τα διαλύει.
Για νά' χω πάντα τον ήλιο στο πλευρό
και τ' αστέρι στον ώμο τον αριστερό.

Το σπίτι μου με ταξιδεύει
με τα σεντόνια του απλωμένα πανιά.
Τα φυσά ο άνεμος και πάμε.
Εγώ και αυτό ακατοίκητοι από άλογους.
Πλούσιοι από έπιπλα άλλων,
που έφυγαν, που μίσεψαν για αλλού.
Αλλά αυτό επιμένει να τους φιλοξενεί.
Όλους καθισμένους στο στενό σαλόνι
και στο διπλό κρεβάτι απάνω,
να μιλούν χωρίς τσιρώτα απαγορεύσεων.
Έτσι ο ήχος μας φτάνει μέχρι τ' άστρα.

Το σπίτι μου δεν έχει όνομα κουδούνι.
Το αρνήθηκε πεισματικά.
Είναι για να μην το βρίσκει
κανείς ανεπιθύμητος ύφαλος.
Έχει ζωγραφισμένα τόξα κατεύθυνσης
στους γύρω του δρόμους-πλεύσεις
για τις μυημένες σκέψεις.
Στολίδια του ιβίσκοι από ζαχαρόνερο
και η πέτρα του η ζωντανή
στεριώνει τη ζωή μου.

Έχει νεύρα και μυώνες
και αυτιά και μάτια
και χέρια το δικό μου σπίτι.
Που με σηκώνουν ψηλά απαλά,
που με ακούνε να μιλώ με μένα,
που μου κοιτάζουν την ανάσα,
που με χα'ι'δεύουν στοργικά,
σαν κοιμούμαι με σύντροφο κανένα.

Το σπίτι μου γιορτές ημέρες
στολίζεται από μόνο του.
Ανάβει τις λάμπες και τα πορτατίφ του.
Βάζει παλιά τανγκό με δίσκους βινιλίου,
για να χορέψουμε σε κύκλο.
Ξαμολάει στα δωμάτια καναρίνια
και στο τραπέζι της κουζίνας
βάζει μέλι και υάκινθους.
Αλλάζει το χρώμα του στους τοίχους
και κουβαλά καλούδια λιχουδιές,
φρούτα και μπαχάρια,
από μέρη εξωτικά,
για να μη φύγω μακριά του.

Το σπίτι μου εμένα με φροντίζει.
Ποτέ του δε μου ζήτησε ν' αλλάξω.
Με κράτησε όπως ήμουν ζεστή,
στα εφηβικά του χρόνια,
για να γελάμε παιδικά.
Στα ράφια του πλήθος βιβλίο
με μωρουδίστικες ανάσες
και παιγνίδια
και βιβλία
και κατασκευές
για νά' ναι ο κήπος της Εδέμ,
μόνο για μένα.

Στο σπίτι μου δεν είπα ποτέ το φχαριστώ.
Δεν θέλει ν' ακούει κολακείες.
Του φτάνει που περιστρέφω μαζί του,
χρόνια τώρα τη μορφή μου.
Με έμαθε να εξερευνώ
την κατατομή μου,
σα γλύπτης που λαξεύει
στο άσπρο του μαρμάρου
εφηβικό κορμί.
Με δίδαξε να στήνω κεραίες,
να αιχμαλωτίζω αρώματα γητειές,
να παγιδεύω τα ξόρκια στο κατώφλι,
να σηκώνω φλάμπουρα αντίρρησης,
να πετώ μέτρα και θερμόμετρα,
στάθμες και βαρόμετρα,
που τά' χα σφηνωμένα στο κεφάλι.

Τέλος, το σπίτι μου εμένα
κανείς δεν το πληγώνει.
Έχει σε ιστό αράχνης
κρεμάσει ονειροπαγίδες
για τα ανθρωπάκια μύγες.
Σχεδία, σέρνει πίσω του
τα σχέδια των άλλων
και τα μουντζουρώνει.
Και άμα δει μουντάδα στον καιρό,
ροκανίζει άγκυρα και παλαμάρια.
Αφήνεται, ξανοίγεται
σε πέλαγο χαράς.

Σαν αερόστατο
φουσκώνει,
ξεφουσκώνει.
Με παίρνει,
με φέρνει μακριά,
με φλόγες χείλη,
από πυρσό,
και όλο βελτιώνει
την όψη του κόσμου.

Μπορεί, αν είσαι ευφάνταστος,
κάπου να μας πετύχεις...

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009

ΣΗΜΕΡΑ ΛΕΕΙ...


Σήμερα λέει,
είναι μέρα
που η γυάλινη ζωή μου
σχηματίζει κύκλους έτη.
Γενναιότητες ανακαλύπτω
καμιά κατοστάρα.
Χυδαιότητες...
Όσο και αν έψαξα
βρήκα μόνο μία:
που δεν κλαίω σε κηδείες.
Ενοχές...
Βρήκα, βρήκα!
Που δε θρηνώ
τα παλιά.
Έχω ν' ανησυχώ
πολλάκις για τα άλλα.
Τις ετικέτες.
Μη με παρεξηγείς.
Των άλλωνε εννοώ.
Τις δικές μου τις πέταξα
στο σκουπιδοφάγο.
Καιρό παλιό.

Τώρα περπατώ
απροσδιόριστα.
Για πού και πώς,
στ' αλήθεια δε με μέλλει.
Έχω στα δάχτυλα
το βάζο με το μέλι.
Γλύφω και γλύφω.
Αν τύχει και μπορέσω,
πασαλείβω με δαύτο
τις πληγές
εκείνων που ακόμα επιμένουν.

Λοιπόν, το προσωρινό μου
σταματά εδώ.
Τη βαρκούλα μου
την έχω σύρει σε καρνάγιο.
Τη βάφω με μελετημένες κινήσεις.
Τα πανιά της τα μπαλώνω
με παιδικές φατσούλες..
Τη στολίζω με σημαιούλες χαμόγελα.
Στο μεσαίο κατάρτι βάζω
πανάκι ουρανό και συννεφάκι.
Στον ύφαλό της λουρίδα
αρυτίδωτη θάλασσα.
Τη φορτώνω
με το μουσικό μου όργανο,
δυο στοίβες λευκά χαρτιά
για μετά-
νά'χω να περνώ τον καιρό μου-,
μια αγριελιά,
ρακί, για νά'χω να λέω με μένα,
μια ανορθόγραφη γραφή
σε κίτρινο χαρτί
που μ' άφηκε η γιαγιά μου,
δυο τρύπιες μπλούζες,
ένα τζιν ξεβαμμένο ουράνιο τόξο.

Στην πλώρη γράφω τη λέξη
"Ζω¨.
Ετοιμάζω ταξίδι
για αλλού,
μα θέλω ακόμα λίγο καιρό.
Η διορία αυτή μου δόθηκε
σε επιστολή "προς ακηδεμόνευτους".
Θα την εκμεταλλευτώ
και όσο πάει.

Και αν πάλι δε με κατάλαβες,
δεν πειράζει διόλου.
Εγώ στο είπα.
Ετοιμάζω το φεύγα μου.
Μόνο για μένα.
Θα τραβήξω την κουρτίνα
να δω πού βγάζει
η γυάλινη ζωή.

Αλλά όχι ακόμα.
Έχω στο συρτάρι μου
επιστολή "προς ακηδεμόνευτους".
Αυτή μου δίνει άδεια
να μείνω, μέχρι να φτιάξει
ο καιρός και να σαλπάρω!

Νά' σαι έτοιμος.
Στάσου στο μουράγιο,
μόλις σε φωνάξω.
Και νά'χεις πρόχειρο και το μαντήλι σου...

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Να πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ;


Ισορροπώ σε δυο
σανίδες συναίσθημα
πάνω από σένα.
Και παιδεύω τα πόδια μου.
Γέρνω μια δώθε και μια 'κείθε.
Πολεμώ -σου λέω- μην πέσω
ΜΕΣΑ ΣΟΥ.

Ίλιγγος.

Που ξεκινά από
εκείνο το χτυποκάρδι,
κάπου μεσοπέλαγα
που ένιωσα.
Έπειτα που απλώθηκε
και τύλιξε το νου μου,
σα σύννεφο
τρίχρωμο.

Χρώμα μαύρο,
χρώμα κόκκινο,
χρώμα μπλε.

Σε αυτό το σύννεφο με τις σανίδες μου στάθηκα.
Σε αυτό και σ' αυτές πάνω, τώρα στέκομαι.
Τώρα;

Μήνες τώρα.
Χρόνια τώρα.
Αιώνες τώρα.

Ίλιγγος.

Είναι να ρωτάς;
Παλιές οι σανίδες.
Στο υπογράφω:
δε θ΄αντέξουν το βάρος
του συναισθήματος.

Τα πόδια μου
πονάνε απ' την αγκύλωση.
(Είναι η δικαιολογία μου αυτό.)

Μήνες τώρα.
Χρόνια τώρα.
Αιώνες τώρα.

Να πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ;
Θα πέσω ΜΕΣΑ ΣΟΥ!
ΠΕΦΤΩ.
Να δεις και εσύ
πόσο βαρύ
είναι το βάρος.

Να ρε, να!


Μην έχεις και πολύ εμπιστοσύνη.
όχι και πολλά-πολλά μαζί μου.
Δεν είναι που δε μου πας.
Συνηθίζω ν' απλώνω
τα χέρια μου.
Ποτέ για να πιαστώ.
Απλώνω τα χέρια.
Για να μουντζώσω.
Θέλει και αυτό τη χάρη του.
Την βρήκα και την έχω.

Που λες...

Η μούντζα είναι μεράκι.
Την έχεις πρόχειρο σκονάκι.
Άμα το ζητήσει το διαγώνισμα
η δασκάλα η Ζωή,
τσαφ εσύ, απλώνεις το χέρι
και πετάς το σκονάκι-μούντζα
στα μούτρα της.

Άμα είσαι και μεταξεταστέος
έχεις πρόχειρα δυο μούντζες- σκονάκια
να βρίσκονται.

Ένα για την Ιστορία των ανθρώπων
που πέρασαν και πάνε...
σαν τους Παγκόσμιους
και ένα για τη Λογοτεχνία των ανθρώπων
που σου απήγγειλαν
λογάκια του συρμού.

Σ' αυτά τα δυο τα βρήκα σκούρα.
Κράτησα το διάλειμμα ανάμεσα στις ώρες τους.
Αυτό μου πήγαινε πιο πολύ.
Πού να θυμάμαι τώρα ημερομηνίες, χρονολογίες και ονόματα.
Πού να θυμάμαι τώρα ποιος είπε σε ποιον και τι.

Έχω πλέον μέθοδο.
Την τάξη δεν τη ματακάνω.
Θα την πηδήξω
με δυο σκονάκια μούντζες
απλωτές.
Σε Δύση και Ανατολή.
Να φαίνονται.

Απλωτά...
Να ρε, να!

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

ΠΙΚΡΟΧΑΜΟΓΕΛΟ

Τελειώσαμε.
Σου τό' χα πει.
Θυμάσαι;
"Να ξέρεις θα χαθούμε".
Και το πράξαμε ως έχει.
Ως νά' χω την αλήθεια στο πλευρό,
νά' χεις κι εσύ πιο ήσυχη ζωούλα.

Και' γω δυο στάλες
πικροχαμόγελο
να τις ανακατεύω
μ' ένα φλυτζάνι καφέ
σκέτο.

Κάθε πρωί.

Είναι ένας
ο τρόπος
να γλυκαίνω.

Τον καφέ...

ΜΟΝΟ ΩΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟ

Βλέπω το πρόσωπό μου
μουντό στον τοίχο,
τον βαμμένο
με του λαδιού μπογιά,
της κουζίνας.
Είναι αυτό που χρόνια
τό'χω,
που χρόνια
δεν το ξέρω
και τ'ανακαλύπτω
και πιο νέο
στη γονιμότητα
των πτυχών του.

Εύχομαι στα επίγεια
σώματα
να το χαρούν
το πρόσωπο
που απ' άλλη εποχή
το φυγάδευσα κρυφά
απ' τα ηλεκτροφόρα,
για πολλούς,
σύνορα της φαντασίας.

Αλλά να ξέρουν πως
μόνο ως προς αυτό
θα γίνω παρελθόν.

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

ΠΟΡΕΙΑ ΕΦ'ΟΡΟΥ ΖΩΗΣ

Τα βήματα που κάνεις
με λασπώνουν
και εγώ προσεκτικά τ' αποφεύγω.
Γιατί δεν ταιριάζουνε σε πόδια
που δεν τα βαστούνε πρώτα.

Και ήταν τόσα πολλά
και ήσουν τόσο λίγος
που καλοκαίρια
-ποιος να πει;-
πόσα θα χαράμιζα,
μετρώντας σου τα ίχνη
και αν θα προλάβαινα,
πριν τα μολέψουν όλα
οι άνεμοι κάθε ενοχής.

Κουράστηκα.
Να σύρω βήμα, δεν μπορώ.
Στο κάτω-κάτω εμένα τι με μέλλει;
Ν' αναπολώ τους κύκλους
που έκαμα, με φτάνει.
Και δεν μπορώ να κλείσω
σε άλλου πορείες
τη ζωή μου όλη.

Μια ανακοίνωση.

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Κομπάρσος

Κείνο τ' όνειρο,
το ίσο που,
όπως πάντα,
συναντώμαι
εγώ και ' κείνο
μέσα στα δικά μου μάτια,
καθώς στρίβω στη γωνιά
το δρόμο του σπιτιού μου...

τό' θαψαν εδώ.
Σ' αυτό το μέρος
της μικρούλας γης,
τό' χουν δεμένο σε πασσάλους,
χωμένο στο χώμα
και το τυραννούν.

Μιας αλλιώτικης ιστορίας
απ' ό,τι φανταζόμουν
πως θά' μουν πρωταγωνιστής...
κατέληξα κομπάρσος.


Και όμως...
όλα σήμερα
είναι ήρεμα.
Τ' αποφάσισα!

Είναι ήρεμα
γιατί τ' αποφάσισα.

Θα σκοτώσω τον πρωταγωνιστή!

Το κακό με όλ' αυτά είναι
που δε θυμούμαι,
πού βρήκαν τον κομπάρσο.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

Και έχει- Ατυχία μου- έναν τέτοιο ήλιο σήμερα!


Ο Χρόνος φεύγει, ο Χρόνος έρχεται.
Ακολουθώ μενεξεδένια μονοπάτια
στο ακατοίκητο τοπίο μου.
Μόνη...
Βρίσκω να χαϊδέψω
με τα ακροδάχτυλα
τα ψιλόλιγνα σπαρτά σε χωράφι.
Πέφτω ανάσκελα
μέσα στο κίτρινο δάσος τους.
Κοιτώ τα σύννεφα που ξεδιπλώνουν
το άσπρο τους πάνω στο κεφάλι μου.
Η θέληση έσκισε τις μνήμες
και ό,τι πολύτιμο πικρόγλυκο είχα,
το έχει ήδη φορτώσει
στην πλάτη του ανύπαρκτου.
Από εδώ και μπρος δεν κάνω κόπο
να τρέχω πίσω από τη λαχτάρα.
Ούτε και κάνω σταυρό
να ' χω ανθρώπους δίπλα μου.
Μου αρκεί ο Ένας.
Σήμερα θα στολίσω στα μαλλιά το στάρι.
Θα σκίσω τα καλά μου ρούχα.
Χοροπηδώντας,
θα προκαλέσω τα σύννεφα.
Το γκρίζο τους μου πάει καλύτερα.

Είναι που έφτασε ο μήνας στα μισά του;
Είναι που νιώθω τα αλλάγματα του καιρού;
Είναι που έχω το σίγουρο για ζωντανό ακόμα;

Μη με ρωτάς.
Δε μου φτάνει πια
το ερωτηματικό στο τέλος.
Την αστραπή ψάχνω
στο δοκάρι της ζωής μου
να κρεμάσω.
Να τη δω να σκίζει
την κόρη του ματιού.
Ν' αντιφεγγίζει
τα αμαρτήματά μου.
Να τη δαγκώσω
με τα δόντια και να λάμψουν.
Τα διατηρώ ακόμα
σε καλή κατάσταση,
αν και αναβλύζει καπνός
ακόμα από τις σχισμάδες τους.

Και όπως είπα στην αρχή,
ο Χρόνος φεύγει, ο Χρόνος έρχεται.
Χωρίς καμιάν ιδέα
πώς να κόψω τον κάπνισμα.

Τώρα θα σηκωθώ
και με σκισμένα ρούχα
και στα μαλλιά το στάρι,
και με τα δόντια,
παραταγμένα στρατιωτάκια,
θα βγω μια γύρα
να δω κατά πού πέφτει
και η θάλασσα.
Το στοιχειό της, λένε,
τραβά τους κεραυνούς.
Εδώ που είμαι
δεν έχει δέντρα.
Εδώ που είμαι
δε βλασταίνουν κεραυνοί.

Θα πάρω το δρόμο κατά 'κεί που πέφτει η αστραπή.
και έχει- Ατυχία μου- έναν τέτοιο ήλιο σήμερα!

Υ. Γ. Βρήκα -τουλάχιστον -το θαυμαστικό- στο τέλος!

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Ο ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΑ



Επιβάλλω διαθέσεις, συγκεντρώνω προθέσεις
και το χρήμα στα δάκτυλα μετρώ.
Υπολογίζω καταθέσεις, αγαπώ τις ανέσεις
και ανθρώπους που λατρεύω, τιμωρώ.

Έχω στο νου μου μπερδεμένο το παρόν,
αντιγράφω και τ' αστέρια με καρμπόν,
αν και γνωρίζω πως στο τέλος το παιχνίδι θα το χάσω,
δεν μπορώ, ούτε και πρόκειται ν΄αλλάξω.

Παραδίνομαι στο μίσος, αδιαφορώ για το πλήθος
και το χρόνο αφιερώνω στο κενό.
Λειτουργώ σαν ένας χτύπος, σα κούτσουρο, σα λίθος
που βρίσκει και λαβώνει το καλό.

Αν και ξέρω το λάθος, είμαι μόνο ένα πάθος
και με πείσμα το κέρδος κυνηγώ.
Διαγράφω αγάπες, αναλύω αυταπάτες,
την ψυχή μου στο διάολο πουλώ.

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Καλέ μου ψηφοφόρε...



Καλέ μου πολίτη, καλέ μου ψηφοφόρε, σε μερικές μέρες θα σου ζητήσουν οι "Μπαλκονάτοι" την ψήφο σου. Και επειδή είμαι σίγουρη πως όποιο κόμμα και να ψηφίσεις, όλα είναι προμελετημένα και προαποφασισμένα και υπέρμετρα προσχεδιασμένα, απόλαυσε το βιντεάκι που βρήκα. Άντε βρε... ΚΑΛΟ ΒΟΛΙ!