Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Τρίτη 8 Ιουλίου 2008

Στη ζωή.... στο παγκάκι…..


Άρχισε να ερημώνει η πόλη. Το’ χε καταλάβει μέρες τώρα, μα έκανε πως δεν το’ βλεπε. Ξεκινάνε και φεύγουν οι άνθρωποι. Παίρνουν βαλίτσες, μαγιό, ομπρέλες, αντηλιακά, πετσέτες, βατραχοπέδιλα και… πάνε αλλού… για αλλού. Την κάνουν. Αφήνουν πίσω νεύρα και καυσαέρια, μελαγχολίες και νέφος, θλίψη και σκουπίδια, μοναξιά και κορναρίσματα, για να βρουν τον Παράδεισο κάπου αλλού… «Αγαθοξημερώματα…», σκέφτηκε! Νομίζουν πως άμα γλυτώσουν από τούτο τον τόπο-κέρατο για μια βδομάδα, για δεκαπέντε μέρες, θα μαζέψουν μέρες - νούφαρα για τις μέρες-τραύματα του υπόλοιπου χρόνου!

Κάθεται στο παγκάκι. Βλέπει τα πούλμαν από ένα τουριστικό γραφείο, απέναντι από το παγκάκι του, να μαζεύονται ένα-ένα στην άκρη του μεγάλου δρόμου, μπροστά από το γραφείο προσωρινών ονείρων και χαμογελάει περιπαικτικά! Χαμογελά που βλέπει τους ανθρώπους σα μάζα, να γίνονται ένα με τα μπαγκάζια τους και ν’ ανεβαίνουν σα στρατιωτάκια στα πούλμαν… Πάνε να βρουν το όνειρο… Και σε 15 μέρες το πολύ πάλι πίσω και… πάει το όνειρο. Θα είναι μια από εκείνες τις αναμνήσεις που συσσωρεύονται σε κάποιο συρτάρι πήχτρα φωτογραφίες…

Πριν πολλά-πολλά χρόνια το’ χε κάνει και αυτός τούτο το σύρσιμο σε άλλες παραλίες, σε νησιά και σε μέρη πιο μακρινά από τα σύνορα τα εθνικά. Πίστευε και αυτός κάποτε στα παραμύθια που του πλασάρανε σε ιλουστρασιόν χαρτί πάκα τα διαφημιστικά με εξωτικά μέρη μέσα και έξω από εδώ. Και τα μάζευε και τα μελετούσε με περισσή φροντίδα και προσοχή. Θυμόταν που μόλις γύριζε από το τελειωμένο όνειρο, άρχιζε να σκέπτεται το επόμενο σε 365 μέρες…

Συνεχίζει να κάθεται στο παγκάκι! Τακτοποιεί κάποιες σακούλες που’ χει δίπλα του. Τα πούλμαν αρχίζουν ν’ αναχωρούν… ένα – ένα , σταδιακά, όπως ταιριάζει στην οργάνωση, στην τάξη συγκροτημένων κοινωνιών που επιδιώκουν τον «πολιτισμό», την επανάληψη, την αυστηρή δομή… Όλα τούτα τ’ αρνήθηκε μέσα σε ένα μέτωπο μερικών ωρών… Τα’ φτυσε σα σπασμένα δόντια. Συγγενείς, φίλοι και γνωστοί πίστεψαν πως τρελάθηκε. ‘Κείνος συνεχίζει να πιστεύει πως λογικεύτηκε. Είχε κάποτε στρωμένη ζωή, με πρόγραμμα, γεμάτο πορτοφόλι, ρετιρέ με θέα, γυναίκες στο στρώμα του πολλές και θέση ισχύος σε μεγαλοεταιρία… Μα το κενό του παρέμενε κενό.

Τώρα δεν έχει τίποτα! Τώρα δεν ξέρει τι θα συμβεί την επόμενη μέρα. Τώρα έχει δει τ’ άστρα του θόλου και τις βαρυχειμωνιές. Τώρα τα νιώθει όλα στο πετσί του έντονα, συγκλονιστικά… Χάθηκε και το κενό. Απέκτησε και αληθινούς φίλους. Που δεν επεμβαίνουν στη ζωή του και τον ακολουθούν πιστά. Τρεις καλούς φίλους: ο Χουζούρης, ο Αλήτης και ο Κλέφτης. Κοιμάται και ξυπνά… δίπλα του αυτοί. Δεν τον κρίνουν, δεν τον ενοχλούν και τα βράδια, όταν κάνει πολύ κρύο, κοιμούνται αγκαλιά όλοι μαζί, για να ζεσταίνονται. Δε μιλούν, δε ρωτούν πού πάνε, τι θα φάνε, πώς θα βγάλουν τη μέρα και πού τη νύχτα.

Τώρα δεν έχει κανέναν άνθρωπο που να τον νοιάζεται! Ούτε και εκείνος νοιάζεται για κανέναν. Τον πέρασαν όλοι για τρελό και τον διέγραψαν με τη μία. Μονοκοντυλιά καθόλου σπάνια. Τό΄ χε ξαναδεί το επεισόδιο να παίζεται για άλλους. Είχε συμβεί σε άλλους, που ήθελαν μια πιο ήσυχη ζωή… μακριά από επιταγές και καταθέσεις, χλιδάτη ζωή σαν πασαρέλα, κοινωνικές εκδηλώσεις και «φίλους» εφήμερους που, στο πρώτο λάθος, έβγαζαν το πιστόλι και πυροβολούσαν…

Τώρα το έκανε και αυτός. Τ’ άφησε πίσω του όλα. Και όλους. Τη ριμάδα τη ζωή την ξέρει πια και από τ’ ανώγεια και απ’ τα κατώγεια και της χαμογελά, όσο αντέξει να την κουβαλά στην πλάτη του. Όσο και η ζωή τον αντέξει.

Απλά… τώρα νιώθει πως ζει. Βιώνει την ώρα σαν πρόκληση, σαν πορεία προς το άγνωστο… και δεν ήταν ποτέ τυχοδιωκτική η φύση του. Απλά του προέκυψε ξαφνικά. Κανά δυο γνωστοί και συγγενείς έσπευσαν να το συνετίσουν. Αδύνατο! Τον άφησαν το λοιπόν στη μοίρα του. Και εκείνος στη δική τους. Τους διέγραψε.

Ακόμα τα τουριστικά πούλμαν πάνε και έρχονται. Κόσμος μπαινοβγαίνει στο τουριστικό γραφείο για ν’ αγοράσει το όνειρο και φέτος. Ακόμα αυτός κάθεται εκεί, στο γνωστό παγκάκι, στο σπίτι του, και τους κοιτάζει και μονολογεί κάτι κάτω από τα κιτρινισμένα δόντια του, κάτω από τη μεγάλη του γενειάδα… και δίπλα οι τρεις καλοί του φίλοι…

Κάθε μέρα που βγαίνω για δουλειά, για βόλτα, τον βλέπω εκεί στο παγκάκι. Του’ χω δώσει και τσιγάρο που μου ζήτησε. Τον έχω κουβεντιάσει. Μεγάλη ιστορία η ζωή του. Κάποιες φορές έπιασα και τον εαυτό μου να τον ζηλεύει, που τα βράδια, καλοκαίρι, βλέπει τον ουρανό, χωρίς τίποτα να μεσολαβεί. Άλλες φορές, όταν πιάνει το κρύο, πάλι τον σκέφτομαι, πού να΄ χει βρει απάγκιο…. Αλλά… αυτός εκεί… στη ζωή στο παγκάκι…..