Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2008

Αλλού η Τράπεζα και αλλού το όνειρο!




Ξημέρωσε! Ωραία μέρα, είπα χτες. Θα σηκωθώ, θα φτιάξω την καφεδιά μου, θα λουφάρω μπροστά σε ένα βιβλίο, θα καβατζάρω το χρόνο και ας γίνεται του κάγκελου στους δρόμους και ας πέφτει βροχή… Εγώ θα επιμείνω να περνάω καλά με τον εαυτό μου και ν’ αντιστέκομαι στη λούμπεν κατάσταση που μας έχουν ρίξει. Θα χαϊδευτούμε με τις γάτες μου και θα την περάσουμε όνειρο….
Και τότε χτύπησε το ρημάδι το έφωνο και βγήκα από το όνειρο…
-Ναι, σας παίρνουμε από την Τράπεζα…
-Δεν έχω πουθενά λογαριασμό.
-Μα γι’ αυτό σας παίρνουμε.
-Δε θέλω τίποτα, ευχαριστώώώ!
Είπα να είμαι ευγενής. Αλλά η φωνή από την άλλη άκρη επέμεινε.
-Μα, θα πάρετε δώρο μια πιστωτική…
-Ε, δε θέλω τίποτα…
-Μα ακούστε να σας πω…
Δεν κάθισα ν’ ακούσω. Έκλεισα το ακουστικό.
Όχι, αγάπη μου! Δε θα μου σπάσετε τα νεύρα! Δε θα σας αφήσω να μου χαλάσετε τη μέρα. Δε θέλω τα λεφτά σας. Να τα βάλετε στις τσέπες σας και με το συμπάθιο να τα χώσετε βαθιά εκεί… Όσο τέλος πάντων προλαβαίνετε… Ό,τι τέλος πάντων προλαβαίνετε. Αλήθεια τα 28.000.000.000 € που σας δίνουν από τις τσέπες μας, δε σας φτάνουν;
Επέστρεψα στο βιβλίο μου. Το έφωνο ξαναχτύπησε. «Ε ρε γλέντια», είπα φωναχτά. Ξανά η κλήση ήταν με απόκρυψη. Θες η περιέργεια, θες η γυναικεία φύση μου…
Το σήκωσα και πάλι. Αποδείχτηκε μέγα το λάθος. Καλούσαν από άλλη τράπεζα και αυτή τη φορά δεν ήμουν ευγενής. Πέταξα την ευγένεια μαζί με τη συνήθεια να μιλώ στον πληθυντικό, όπως με είχε μάθει η μαμά μου.
-Σας καλούμε από την τράπεζα…
-Δε θέλω!
-Τι δε θέλετε;
-Τα λεφτά σας!
-Μα…
-Δεν έχει «μα»! Βγήκες στη γύρα, με εντολή ανώτερου να μου τάξεις χρήμα και διευκολύνσεις και πιστωτική και δάνειο, για να μου τα πάρετε διπλάσια. Έλα όμως που δεν έχω να μου πάρετε τίποτα. Οπότε, αν ήμουν κάθαρμα, θα σου έλεγα «ναι» και μετά, άντε να με βρεις να μου πάρετε αυτά που δεν έχω. Γι’ αυτό, επειδή μου τελειώνει η υπομονή, για να μην ακούσεις ό,τι έχω να σούρω σε είδος βόθρου, κλείσε το τηλέφωνο για να μην πληρώσεις εσύ το γενικό λογαριασμό!
Άκουσα το τηλέφωνο να κλείνει! Θα τρόμαξε, σκέφτηκα!
Αμ δε! Το έφωνο ξαναχτύπησε. Τώρα το σήκωσα και αν έκανα να δω το πρόσωπό μου εκείνη τη στιγμή στο καθρέφτη, θα είχε σίγουρα μια μωβ απόχρωση.
-Διατάξτε, είπα! Κόκκαλο ο άλλος από την άλλη πλευρά! Μερικά δεύτερα σιωπή και μετά…
-Γεια σας! Σας καλώ…
-Ξέρω από τράπεζα και θέλετε να με ενημερώσετε για ένα δάνειο με χαμηλό επιτόκιο για την ταφόπλακά μου!
- Παρακαλώ;
-Εγώ σε παρακαλώ! Πες στην τράπεζα που δουλεύεις πως σας έχω γραμμένους και εσένα και τον τραπεζίτη που σε πληρώνει και δώσε μου έναν ανώτερο να τ’ ακούσει αυτός, γιατί εσύ για το μεροκάματο πας και δε φταις ν’ ακούσεις ό,τι έχω μαζέψει σε τόνο, μαζί με μπόλικους διαόλους και τριβόλους, αγόρι μου!
Και πάλι η γραμμή έκλεισε απότομα!
Αμ δε, που θα σας περάσει, σκέφτηκα. Θα σας σπάσω εγώ τα νεύρα!
Με τούτα και με τ’ άλλα η ώρα είχε περάσει. Ντύθηκα, ετοιμάστηκα η χριστιανή, είπα να μην πάρω τη μηχανή, γιατί θα βρέξει… Το’ χε πει εκείνος ο εύχαρης κύριος, που μέσα από το χάρτη της Ελλάδος μας προβάλλει και λέει πού θα στάξει και πού θα βρέξει.
Βγήκα στο δρόμο. Πήχτρα ο κόσμος και το ντουμάνι και εγώ σαν τρελή και αλλοπαρμένη να ψάχνω για ταξί στην Πατησίων, γιατί τα νεύρα μου είχαν σπάσει από τα έφωνα και έτσι κορδόνια που ήταν μου έπαιρνε ώρα να τα στρώσω και δεν ήμουν τώρα για δυο συγκοινωνίες απανωτές για να φτάσω στη δουλειά…
Άσε που υποσχέθηκα στο εαυτό μου, μετά τη σύγχυση που πήρα, πως δε θα περάσω έξω από Τράπεζα τους επόμενους δυο μήνες για να στανιάρω κομμάτι, αλλά θα κάνω το τετράγωνο για να μην πέσω μπροστά σε καμιά και ας ξεποδαριαζόμουν.
Υπολόγιζα όμως κατά πως φαίνεται χωρίς τον τραπεζίτη. Με σηκωμένο το χέρι, μέσα στη βροχή, μετά από 17 λεπτά βρήκα το κίτρινο τουτού που θα με πήγαινε, βρεγμένη μέχρι το οστόν, στη δουλίτσα μου. Μπήκα, κάθισα, καλησπέρισα. Μπροστά κύριος τάδε, με κουστουμιά, μανικιούρ, πεντικιούρ και αρώματα, καθόταν με ύφος «πάω να κοιμηθώ στο Χίλτον» και ρητόρευε. Πολύ αμφιβάλλω αν είχε πάρει είδηση πως μπήκα και εγώ στο ταξί.
Δυστυχώς για εκείνον δεν άργησα να καταλάβω πως αυτός είναι γέννημα θρέμμα τραπεζίτης και πως του χάλασε το μεταφορικό και χάρη μας έκανε και τιμή μεγάλη που πήρε το ταξί και ακούμε και μια σοφή κουβέντα και εμείς τα καημένα και ανέλυε με περισπούδαστον τρόπον τη λογική των τραπεζών, που δεν είναι, λέει, φιλανθρωπικά ιδρύματα και καλά κάνουν και προβαίνουν σε πλειστηριασμούς σπιτιών για 600 ευρουδάκια χρέος κάποιων που σπεκουλάρισαν και ας πρόσεχαν οι ηλίθιοι αυτοί, να μην είχαν τέτοια καψούρα ν’ αποκτήσουν κεραμίδι και τώρα ποιος τους φταίει για την καούρα;
Μού’ ρθε κεραμίδα! Από μωβ που ήμουν, άρχισα να μπλαβίζω και θα γινόμουν λίγο ακόμα μαύρη… μέχρι που ήρθε και μαύρισε ο ταξής…
-Άντε κατέβα κύριος, του είπε, εδώ γιατί δεν πάω παρακάτω για πάρτη σου. Η κούρσα ως εδώ ήταν για σένα και δεν πάω τη λεβεντιά σου. Μας τα έχεις κάνει φλιπεράκια τα μυαλά με τις αηδίες που μας λες. Έκανα υπομονή πολλή ώρα και σε άκουγα και έλεγα από μέσα μου «πού θα πάει; Θα το βουλώσει, άμα δεν του απαντήσω», αλλά εσύ είχες καταπιεί τη γλιστρίδα μαζί με τη ρίζα. Και άμα αναρωτιέσαι γιατί σε κατεβάζω, χάρη σου κάνω και σου λέω πως είμαι από αυτούς που για 600 ευρουδάκια μου πήραν το σπίτι κάτι χοίροι σαν την αφεντιά σου! Άντε κατέβα λέμε…
Ο κύριος τάδε γύρισε και τον κοίταξε, λες και τον είχε χτυπήσει γυμνό καλώδιο 6000 volt. Τότε πήρα εγώ την μπάλα και την αμόλησα.
-Άντε που σου λέει βρε, γιατί και εγώ είμαι από αυτούς που πάτε με τηλέφωνα και μαλαγανιές να με πείσετε να πάρω δάνειο, για να μου ρουφήξετε το αίμα μετά. Κατέβα που σου λέει.
Ο κύριος τάδε, με τη γλώσσα να έχει φτάσει στον οισοφάγο, κατέβηκε. Ούτε ομπρέλα και έξω να ρίχνει κουβάδες νερό.
Η πόρτα έκλεισε και ο ταξής ξεκίνησε. Γύρισα και κοίταξα από το πίσω τζάμι τη φιγούρα του να βρέχεται, σε μια Αθήνα μούσκεμα.
Άκουσα τον ταξή να λέει:
-Άστον να βρέχεται τώρα, γιατί εμάς μας ζεμάτισαν!
Βολεύτηκα αναπαυτικότερα στο πίσω κάθισμα. Το ραδιόφωνο έπαιζε Χατζηδάκι. Έκλεισα τα μάτια. Μόλις ξαναβρήκα το όνειρο…

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Kουκλάρα μου, με έφιαξες!
Ωραία, πολύ όμορφα τους τα είπες.
Άσε γιατί έχη μαυρίσει το μάτι μου
με δαύτους, ούστ πιά!
Φιλάκια κοπελάρα μου, εσύ πάντοτε
να αράζεις..Στο Όνειρό σου..
Πολλά Φιλάκια:)

Άθεος είπε...

Μα, μέσα στο ταξί το όνειρο...
...κοπελάρα μου...

ΚΙΡΚΗ είπε...

* ΚΙΤΡΙΝΟ ΝΟΥΦΑΡΟ
Ευχαριστώ για την ευχή ν' αράζω στο όνειρο! Αυτό κάνω και προσπαθώ και οι άλλοι γύρω μου να το κάνουν.Αρκετά με αυτούς που μας ταράζουν τα όνειρα, που δε μας αφήνουν να τα ζούμε και μας σκοτώνουν το παιδί μέσα μας!

Σε φιλώ γλυκά

* ΑΘΕΕ
Και σε ταξί μπορεί κανείς να ζει το όνειρό του, ιδίως όταν η μουσική υπόκρουση τον βοηθά και έξω βρέχει! Ναι, ας πλημμυρίσουμε τον κόσμο με τα όνειρά μας!

Άπειρους χαιρετισμούς

ΚΙΡΚΗ είπε...

*ΚΙΤΡΙΝΟ ΝΟΥΦΑΡΟ
πού είναι το blog σου;;;
Πολύ λυπήθηκα που δεν μπορώ να το βρω!
Μου λείπειιιιιι!!!
Μου λείπειςςςςς!!!