Σήμερα έβγαλα έναν αγαπημένο μου πίνακα βόλτα.
Τον πήρα παραμάσχαλα και τον αέρισα.
Τον έδειξα στην πόλη.
Μια πόλη είδε την ομορφιά να περιφέρεται.
Θάλασσα πλατιά παντού γαληνεμένη.
Με κύμα να σκάει απαλά σε γυμνή παραλία.
Και ήρθε η αλμύρα και πότισε στενά και σοκάκια.
Σαν αλχημιστής έβαψα τοίχους γαλαζοπράσινους,
τα μουντά κτίρια ασπρουδερά χωριουδάκια.
Γέμισα άμμο τα πεζοδρόμια και κοχύλια σωρό.
Όσο διάβαινα η πόλη φορούσε παρεό και κοντομάνικο.
Στολιζόταν καλοκαίρι, με νοτισμένο αέρα.
Μύριζε πευκοβελόνα και φασκόμηλο.
Άρχισαν να φωνασκούν και τα τζιτζίκια.
Παραμέριζαν τα γκρίζα σύγνεφα
και γέμιζε η πόλη παιδιά και κουβαδάκια.
Μόλις χόρτασα την πόλη γέλιο,
μόλις την τάισα φραγκόσυκα και αμπέλι,
και άφησα καΐκια στις πλατείες,
πήρα τον πίνακα και τον επέστρεψα.
Στο καρφί λογικής που του ανήκει.
1 σχόλιο:
Δεν ξέρω αν θα τον γύριζα πίσω...
Αυτό το καρφί της λογικής, που λες ότι ανήκει η ομορφιά,
μου ... καρφώνει την καρδιά στον τοίχο..
τα φιλιά μου, φιλαράκι μου!
Δημοσίευση σχολίου