Στο χαμόγελο που κλέψανε
όρκο παίρνω:
Θ'αφήσω το παράπονο
στο συρτάρι.
Θα τους το χαρίσω όλο
στο ακέραιο.
Δεν είμαι άοπλος.
Στέκω καθαρός
στη βρώμα που αναδύουν
τα γουρούνια του καιρού μου.
Θ' ανοίξω το μπαούλο
της γιαγιάς και θα βγάλω
πέτρες ιστορίες,
σφεντόνες μύθους,
ασφυξιογόνες μάσκες ρεμπέτικα,
σύγνεφα θρύλους,
που μας θέλουν νικητές.
Θα βγάλω από μέσα
περήφανους βαρκάρηδες,
βουνίσιους αντάρτες,
πολέμαρχους σημαδεμένους,
αήττητους οδοιπόρους αιώνων,
γυναίκες που κουβαλάνε πολεμοφόδια,
πλήθος ήρωες απέθαντους,
για να χαρακώσω τους χειμώνες
που μας βάλανε να περπατήσουμε.
Να ο στρατός μου!
Το οπλοστάσιο της γιαγιάς
απύθμενο μένει.
Έχει βροντές του Δία
και το δόρυ της Αθηνάς.
Έχει και Καποδίστρια
και Ρήγα μέσα να εμψυχώνουν.
Έχει την ειρωνεία του Παναγούλη,
την πονηριά του Οδυσσέα
και μια τάβλα για την πένα του Κοραή.
Έχει Σεφέρηδες και Ελύτες
και τον Ήλιο τον Πρώτο.
Θέλει στον πάτο
τον Άσημο και τη Γώγου
για εφεδρεία,
τη μαστοριά του Ζαμπέτα,
την περηφάνεια του Λεωνίδα
για ιππικό.
Βγάζει ακόμα την Μπουμπουλίνα
με την πιστόλα περασμένη
στο ζωνάρι, για ναυτικό.
Δίπλα της να στέκει ο Ρίτσος
και ο Βάρναλης μεθυσμένος
από τα εμβατήρια που παίζουν
τα ταμπούρλα των αδικημένων
στους δρόμους.
Θα κατέβω μαζί τους
στον πόλεμο
που ανοίξανε με την καρδιά μου.
Έστω και ζαβός,
έστω και παράλυτος
από το δακρυγόνο
των ονείρων που μου ρίξανε.
Τούτο το κακό θανατικό να πεθάνει.
Να πάρουν οι αδύναμοι
τη θέση που τους πρέπει.
Τούτοι σηκώνουν το βάρος
του άδικου καιρού
που απωθεί το ανθρώπινο.
Σαν άλλοτε, να νιώσουν τιμημένοι,
τους αξίζει.
Αν χρειαστεί
για αρχιστράτηγο
θα αγγαρέψω το Διγενή
καβάλα στον Μαύρο του.
Το μανιφέστο θα το υπογράψει
ο Καστοριάδης και το μελάνι
θα το βάλει ο Σολωμός.
Ιαχές θα βγάζει ο Αχιλλέας
με τον Αλέξανδρο στο πλευρό του.
Ο Βουκεφάλας θα πατά
πάνω σε τέρατα-μυθεύματα
που επινόησαν οι νέοι βρυκόλακες,
που μας θέλουν πουλημένους
στην ξεφτίλα του δανεικού.
Μα με τέτοια στρατιά αμέτρητη,
τι να φοβηθώ;
Για τους πληγωμένους δε με νοιάζει.
Ο Παπανικολάου και ο Γεωργάκης
που θα φέγγει με το φλεγόμενο σώμα του,
να βλέπει για να ράβει πληγές,ο πρώτος.
Με πρωτεργάτες αστραπές
και μαστόρους κανονιών τις βροντές
Θα σηκώσω θύελλες,
αν δεν αρκέσει μαχαίρι.
Μόνος δεν είμαι.
Έχω ζεφτεί στην πλάτη μου
όλους τούτους
και με οδηγούν.
Μόνο αυτούς
έχω δικούς μου.
Την Ιστορία μου
μου τη γράψανε αυτοί
και διαβάζω από παιδί
πάντα το πρωτότυπο.
Ένα μου παν όλοι:
"Τον Πόλεμο που ανοίγουν άλλοι,
τον κερδίζουν αυτοί που δεν τον θέλανε".
Και τώρα πάλι, με προκάλεσαν!
1 σχόλιο:
Σε κάποιες προκλήσεις..πρέπει να σηκώνουμε το γάντι..
ειδικά όταν αφορούν κομμάτια που μας καίνε κι είναι ζωτικής σημασίας...
φιλί!!!
Δημοσίευση σχολίου