Αρχή παραμυθιού, καλησπέρα σας!
Κάποτε,πριν πολλά πολλά χρόνια,έφθασε σ' ένα χωριό,με λιγοστούς κατοίκους, στην έρημο, ένας παράξενος ταξιδιώτης.
Στ' αλήθεια όμως, παράξενος πολύ!
Στ' αλήθεια όμως, παράξενος πολύ!
Στο πανδοχείο που έμεινε, όταν τον ρώτησε ο πανδοχέας, είπε πως ερχόταν από τόπο μακρινό, άγνωστο στο χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους. Εκεί πάντως, οι άνθρωποι χαμογελούσαν, εκδήλωναν την αγάπη τους, τα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί στους δρόμους και όλοι ένιωθαν σα μια οικογένεια. Σ' εκείνον τον τόπο, αν αρρώσταινε ένας, όλοι οι άλλοι ήταν στο πόδι για να τον γιατρέψουν. Άλλος του κουβαλούσε σούπα, άλλος αφεψήματα, άλλος του μετρούσε τον πυρετό, άλλος του κρατούσε το χέρι και άλλος του έφερνε μαγικά βότανα και τελικά, όσο βαριά και αν ήταν, γινόταν καλά.Και μετά όλοι μαζί έστηναν τρικούβερτο γλέντι, για να εκδηλώσουν τη χαρά τους, που γιατρεύτηκε και ήταν πάλι γερός ανάμεσά τους και όρθιος.
Ο πανδοχέας απόρησε. Τον ρώτησε τότε, πώς και γιατί έφυγε από εκεί, αφού σ' εκείνον τον τόπο βασίλευε η αγάπη και κανείς δεν πεινούσε ή δεν ένιωθε μοναξιά. Ο ταξιδιώτης απάντησε, θλιμμένος:
-Η αγάπη που είχαμε δε μας προστάτεψε από την επιθετικότητα μιας πολεμοχαρούς φυλής, που ήξερε από όπλα και θάνατο. Εμείς δεν ξέραμε ούτε να τα κτασκευάζουμε, ούτε να τα ακονίζουμε, ούτε να τα χρησιμοποιούμε...
Και έπειτα, σώπασε.
Ο πανδοχέας όμως, επέμενε για τη συνέχεια της ιστορίας και έτσι ο παράξενος ταξιδιώτης συνέχισε:
-Η φυλή αυτή μπήκε, λεηλάτησε, έκαψε, σκότωσε και ρήμαξε τον τόπο μου. Σώθηκαν μόνο τέσσερις. Ένας από αυτούς είμαι εγώ. Περιπλανήθηκα σε άγνωστα μέρη.Γνώρισα και έμαθα πολλά από μύστες και ιερείς και σοφούς. Έμαθα πως η μοίρα ξεγίνεται, άμα ο άνθρωπος αγωνίζεται. Πως σημασία έχει, όχι ότι πεθαίνεις, αλλά τι αφήνεις πίσω σου. Πως πάντα να πράττεις το δίκαιο κι ας αδικείσαι...Μόνο που μου λείπει,πρόσθεσε στο τέλος ο παράξενος ταξιδιώτης, ο τόπος μου,που ήταν καταπράσινος, μέσα στους καταρράκτες. Μου λείπουν οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου. Μου λείπει ο γαλάζιος ουρανός του, η βροχή του και τα ηλιοβαιλέματά του...και τότε κλαίω.
"Μείνε εδώ!"του είπε ο πανδοχέας. "Έχεις πολλά να μας πεις και να μας μάθεις, τόσα που έμαθες από μύστες, ιερείς και σοφούς!"
Οι μέρες περνούσαν και τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους. Φρόντισε ο πανδοχέας γι' αυτό! Ο παράξενος ταξιδιώτης είχε σε πολλά να τους βοηθήσει,πολλά να τους διδάξει.
Και ένας-ένας οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν και τον έβρισκαν.
Άλλος τον ρωτούσε πώς να φτιάξει τη σκεπή του σπιτιού του που είχε πέσει.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης τον τρόπο.
Άλλος πήγε και τον ρώτησε τι να κάνει με το γιο του, πού' ναι όλο σκανταλιές και αταξίες.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης να τον μορφώσει.
Άλλος τον βρήκε και τον συμβουλεύτηκε τι να κάνει με τη μάνα του που όλο παραπονιέται, ενώ δεν της λείπει τίποτα.
Η συμβουλή να την αγκαλιάσει και να της λέει ένα καλό λόγο κάθε μέρα.
Ο παράξενος ταξιδιώτης έμεινε στο χωριό καιρό. Όλο και κάποιον βοηθούσε, όλο και κάτι διόρθωνε.
Το χωριό άρχιζε ν' αλλάζει όψη.
Ενώ ήταν στην έρημο, το χωριό βουτήχτηκε στο πράσινο και στους καταρράκτες.
Φύτρωσαν πλατάνια και μπαομπάπ, ελιές και μπαμπού, άγρια κρίνα και μωβ τριαντάφυλλα.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν ευωδιά γαρδένιας.Παντού έτρεχαν νερά, όπως άρχισαν να τρέχουν και τα παιδιά στους δρόμους του.
Οι αμμοθύελλες που χτυπούσαν κάποτε το χωριό, τώρα με τα δένδρα δεν μπορούσαν να βρουν τους δρόμους και οι μάνες τα άφηναν να παίζουν με τις ώρες και δεν τα μάζευαν πια από φόβο, μήπως παρασυρθεί κανένα και το χάσουν.
Πέρασαν έτσι 3 χρόνια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης δεν έφευγε. Έμενε εκεί.
Ώσπου μια μέρα ήρθε ένας μαύρος καβαλάρης, όλο έπαρση και αλαζονεία, με κατορθώματα φορτωμένος από πολέμους και μάχες. Μ' ένα μαύρο άτη φτάνοντας από ένα άλλο χωριό του Νότου. Εκεί που οι άνθρωποι ζούσαν σχολιάζοντας και μισώντας ο ένας τον άλλο. Εκεί που μάθαιναν στα παιδιά την κακία και την έχθρα. Εκεί που ζηλοφθονούσαν όποιον έφτιαχνε ένα σπιτάκι, μια οικογένεια και είχε αγάπη για συγγενείς και φίλους.
O μαύρος καβαλάρης είχε ξαναπεράσει από το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους, πολλά χρόνια πριν και, αφού έκλεψε και έσπειρε το φθόνο μεταξύ των κατοίκων, έφυγε! Και αυτοί που τον είχαν βοηθήσει και του έκαναν δώρα πολλά και τον φίλεψαν, έμειναν με ό,τι απόμεινε στο χωριό, να θρηνούν. Τώρα που επέστρεψε, οι κάτοικοι τον θυμήθηκαν, αλλά παραδόξως τους έπεισε πως είχε αποβάλει τον κακό χαρακτήρα του και πως το μόνο που ήθελε και αυτός ήταν να τους βοηθήσει!
Τον πίστεψαν!
Σιγά - σιγά άρχισε να τους πείθει πως το χωριό χάλασε, πως δεν του πήγαιναν οι πρασινάδες, πως ο θόρυβος από τα νερά που έτρεχαν στους καταρράκτες χαλούσαν την ηρεμία του τοπίου και τη σιωπή, πως τα δένδρα και τα φυτά βρώμιζαν με τα πεσμένα φύλλα τους και την ευωδιά τους τους δρόμους και τον αέρα.
Οι κάτοικοι, αφελείς έτσι που ήταν, έκοψαν και ξερίζωσαν δένδρα και φυτά και μπάζωσαν τους καταρράκτες.
Τον πίστεψαν!
Έπειτα ο μαύρος καβαλάρης άρχισε να κακολογεί τον έναν κάτοικο στον άλλο, να σπέρνει ζιζάνια και να τους βάζει να λογομαχούν.
Οι κάτοικοι, αφελείς έστι που ήταν, άρχισαν να αλληλομισούνται και φορές έρχονταν στα χέρια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης τα έβλεπε όλα αυτά και μάταια προσπαθούσε να τους πείσει ότι ο μαύρος καβαλάρης , άλλο δεν ήθελε, παρά το κακό τους, να καταστρέψει το χωριό τους και πως ήταν από εκείνη τη φυλή που και το δικό του τόπο τον ρήμαξε! Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως επειδή ήταν μόνος του και όχι με όλην του τη φυλή τη φιλοπόλεμη μαζί, βρήκε μια παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος:την έριδα. Για να πέφτουν τα χωριά από μόνα τους, από μέσα.
Δεν τον πίστεψαν!
Στράφηκαν μάλιστα και εναντίον του. Άρχισαν να τον περιφρονούν και να τον εχθρεύονται. Όταν τον συναντούσαν σε δρόμο του χωριού, άλλοτε έστρεφαν το κεφάλι τους αλλού και δεν τον χαιρετούσαν και άλλοτε τον έφτυναν κιόλας!
Δεν τον πίστεψαν!
Ο παράξενος ταξιδιώτης αποφάσισε να φύγει. Κατάλαβε πως η μοίρα δεν ξεγίνεται, όταν ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται. Πως για τους πολλούς δεν έχει σημασία η υστεροφημία. Πως ότων πράττεις το καλό και αδικείσαι, γίνεται αβάσταχτο το φορτίο και δεν το αντέχεις.
Έβαλε τα λιγοστά του πράγματα σ' ένα σάκο και έφυγε.
Στο δρόμο γύρισε πίσω και είδε το χωριό με τουςε λιγοστούς κατοίκους να γίνεται όπως ήταν πριν. Τα δένδρα να λείπουν, τα φυτά απότιστα να στέκουν ξερά και οι καταρράκτες να μη λαλούν πια. Και τότε πάλι δάκρυσε. Το είχε αγαπήσει το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους.
Μόνο το γέλιο, το χαιρέκακο γέλιο του μαύρου καβαλάρη αντηχούσε στους αμμόλοφους, καθώς ξεμάκραινε!
Αν συναντήσετε το μαύρο καβαλάρη στο δρόμο σας, σίγουρα θα τον αναγνωρίσετε, αν δεν είστε αφελείς. Μη σταθείτε να του μιλήσετε. Δεν ήρθε για καλό.
Όσο για το πόσο η ιστορία αυτή είναι αληθινή, αρκεί, όταν περάσετε από το χαλασμένο πια χωριό, να δείτε τη μοναδική σκεπή που στέκει ακόμα και να μιλήσετε με το μορφωμένο γιο του κατοίκου και τη γριά μάνα του άλλου που ζει ακόμα! Έχουν πολλά να σας πουν!
Τέλος παραμυθιού...Καληνύχτα σας!
Ο πανδοχέας απόρησε. Τον ρώτησε τότε, πώς και γιατί έφυγε από εκεί, αφού σ' εκείνον τον τόπο βασίλευε η αγάπη και κανείς δεν πεινούσε ή δεν ένιωθε μοναξιά. Ο ταξιδιώτης απάντησε, θλιμμένος:
-Η αγάπη που είχαμε δε μας προστάτεψε από την επιθετικότητα μιας πολεμοχαρούς φυλής, που ήξερε από όπλα και θάνατο. Εμείς δεν ξέραμε ούτε να τα κτασκευάζουμε, ούτε να τα ακονίζουμε, ούτε να τα χρησιμοποιούμε...
Και έπειτα, σώπασε.
Ο πανδοχέας όμως, επέμενε για τη συνέχεια της ιστορίας και έτσι ο παράξενος ταξιδιώτης συνέχισε:
-Η φυλή αυτή μπήκε, λεηλάτησε, έκαψε, σκότωσε και ρήμαξε τον τόπο μου. Σώθηκαν μόνο τέσσερις. Ένας από αυτούς είμαι εγώ. Περιπλανήθηκα σε άγνωστα μέρη.Γνώρισα και έμαθα πολλά από μύστες και ιερείς και σοφούς. Έμαθα πως η μοίρα ξεγίνεται, άμα ο άνθρωπος αγωνίζεται. Πως σημασία έχει, όχι ότι πεθαίνεις, αλλά τι αφήνεις πίσω σου. Πως πάντα να πράττεις το δίκαιο κι ας αδικείσαι...Μόνο που μου λείπει,πρόσθεσε στο τέλος ο παράξενος ταξιδιώτης, ο τόπος μου,που ήταν καταπράσινος, μέσα στους καταρράκτες. Μου λείπουν οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου. Μου λείπει ο γαλάζιος ουρανός του, η βροχή του και τα ηλιοβαιλέματά του...και τότε κλαίω.
"Μείνε εδώ!"του είπε ο πανδοχέας. "Έχεις πολλά να μας πεις και να μας μάθεις, τόσα που έμαθες από μύστες, ιερείς και σοφούς!"
Οι μέρες περνούσαν και τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους. Φρόντισε ο πανδοχέας γι' αυτό! Ο παράξενος ταξιδιώτης είχε σε πολλά να τους βοηθήσει,πολλά να τους διδάξει.
Και ένας-ένας οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν και τον έβρισκαν.
Άλλος τον ρωτούσε πώς να φτιάξει τη σκεπή του σπιτιού του που είχε πέσει.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης τον τρόπο.
Άλλος πήγε και τον ρώτησε τι να κάνει με το γιο του, πού' ναι όλο σκανταλιές και αταξίες.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης να τον μορφώσει.
Άλλος τον βρήκε και τον συμβουλεύτηκε τι να κάνει με τη μάνα του που όλο παραπονιέται, ενώ δεν της λείπει τίποτα.
Η συμβουλή να την αγκαλιάσει και να της λέει ένα καλό λόγο κάθε μέρα.
Ο παράξενος ταξιδιώτης έμεινε στο χωριό καιρό. Όλο και κάποιον βοηθούσε, όλο και κάτι διόρθωνε.
Το χωριό άρχιζε ν' αλλάζει όψη.
Ενώ ήταν στην έρημο, το χωριό βουτήχτηκε στο πράσινο και στους καταρράκτες.
Φύτρωσαν πλατάνια και μπαομπάπ, ελιές και μπαμπού, άγρια κρίνα και μωβ τριαντάφυλλα.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν ευωδιά γαρδένιας.Παντού έτρεχαν νερά, όπως άρχισαν να τρέχουν και τα παιδιά στους δρόμους του.
Οι αμμοθύελλες που χτυπούσαν κάποτε το χωριό, τώρα με τα δένδρα δεν μπορούσαν να βρουν τους δρόμους και οι μάνες τα άφηναν να παίζουν με τις ώρες και δεν τα μάζευαν πια από φόβο, μήπως παρασυρθεί κανένα και το χάσουν.
Πέρασαν έτσι 3 χρόνια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης δεν έφευγε. Έμενε εκεί.
Ώσπου μια μέρα ήρθε ένας μαύρος καβαλάρης, όλο έπαρση και αλαζονεία, με κατορθώματα φορτωμένος από πολέμους και μάχες. Μ' ένα μαύρο άτη φτάνοντας από ένα άλλο χωριό του Νότου. Εκεί που οι άνθρωποι ζούσαν σχολιάζοντας και μισώντας ο ένας τον άλλο. Εκεί που μάθαιναν στα παιδιά την κακία και την έχθρα. Εκεί που ζηλοφθονούσαν όποιον έφτιαχνε ένα σπιτάκι, μια οικογένεια και είχε αγάπη για συγγενείς και φίλους.
O μαύρος καβαλάρης είχε ξαναπεράσει από το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους, πολλά χρόνια πριν και, αφού έκλεψε και έσπειρε το φθόνο μεταξύ των κατοίκων, έφυγε! Και αυτοί που τον είχαν βοηθήσει και του έκαναν δώρα πολλά και τον φίλεψαν, έμειναν με ό,τι απόμεινε στο χωριό, να θρηνούν. Τώρα που επέστρεψε, οι κάτοικοι τον θυμήθηκαν, αλλά παραδόξως τους έπεισε πως είχε αποβάλει τον κακό χαρακτήρα του και πως το μόνο που ήθελε και αυτός ήταν να τους βοηθήσει!
Τον πίστεψαν!
Σιγά - σιγά άρχισε να τους πείθει πως το χωριό χάλασε, πως δεν του πήγαιναν οι πρασινάδες, πως ο θόρυβος από τα νερά που έτρεχαν στους καταρράκτες χαλούσαν την ηρεμία του τοπίου και τη σιωπή, πως τα δένδρα και τα φυτά βρώμιζαν με τα πεσμένα φύλλα τους και την ευωδιά τους τους δρόμους και τον αέρα.
Οι κάτοικοι, αφελείς έτσι που ήταν, έκοψαν και ξερίζωσαν δένδρα και φυτά και μπάζωσαν τους καταρράκτες.
Τον πίστεψαν!
Έπειτα ο μαύρος καβαλάρης άρχισε να κακολογεί τον έναν κάτοικο στον άλλο, να σπέρνει ζιζάνια και να τους βάζει να λογομαχούν.
Οι κάτοικοι, αφελείς έστι που ήταν, άρχισαν να αλληλομισούνται και φορές έρχονταν στα χέρια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης τα έβλεπε όλα αυτά και μάταια προσπαθούσε να τους πείσει ότι ο μαύρος καβαλάρης , άλλο δεν ήθελε, παρά το κακό τους, να καταστρέψει το χωριό τους και πως ήταν από εκείνη τη φυλή που και το δικό του τόπο τον ρήμαξε! Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως επειδή ήταν μόνος του και όχι με όλην του τη φυλή τη φιλοπόλεμη μαζί, βρήκε μια παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος:την έριδα. Για να πέφτουν τα χωριά από μόνα τους, από μέσα.
Δεν τον πίστεψαν!
Στράφηκαν μάλιστα και εναντίον του. Άρχισαν να τον περιφρονούν και να τον εχθρεύονται. Όταν τον συναντούσαν σε δρόμο του χωριού, άλλοτε έστρεφαν το κεφάλι τους αλλού και δεν τον χαιρετούσαν και άλλοτε τον έφτυναν κιόλας!
Δεν τον πίστεψαν!
Ο παράξενος ταξιδιώτης αποφάσισε να φύγει. Κατάλαβε πως η μοίρα δεν ξεγίνεται, όταν ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται. Πως για τους πολλούς δεν έχει σημασία η υστεροφημία. Πως ότων πράττεις το καλό και αδικείσαι, γίνεται αβάσταχτο το φορτίο και δεν το αντέχεις.
Έβαλε τα λιγοστά του πράγματα σ' ένα σάκο και έφυγε.
Στο δρόμο γύρισε πίσω και είδε το χωριό με τουςε λιγοστούς κατοίκους να γίνεται όπως ήταν πριν. Τα δένδρα να λείπουν, τα φυτά απότιστα να στέκουν ξερά και οι καταρράκτες να μη λαλούν πια. Και τότε πάλι δάκρυσε. Το είχε αγαπήσει το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους.
Μόνο το γέλιο, το χαιρέκακο γέλιο του μαύρου καβαλάρη αντηχούσε στους αμμόλοφους, καθώς ξεμάκραινε!
Αν συναντήσετε το μαύρο καβαλάρη στο δρόμο σας, σίγουρα θα τον αναγνωρίσετε, αν δεν είστε αφελείς. Μη σταθείτε να του μιλήσετε. Δεν ήρθε για καλό.
Όσο για το πόσο η ιστορία αυτή είναι αληθινή, αρκεί, όταν περάσετε από το χαλασμένο πια χωριό, να δείτε τη μοναδική σκεπή που στέκει ακόμα και να μιλήσετε με το μορφωμένο γιο του κατοίκου και τη γριά μάνα του άλλου που ζει ακόμα! Έχουν πολλά να σας πουν!
Τέλος παραμυθιού...Καληνύχτα σας!
2 σχόλια:
Ξέρεις τι μου κάνει εντύπωση;
Πόσο εύκολο το κακό απορροφά και επηρεάζει το καλό.
Ποτέ δεν το κατάλαβα,
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Στην ζωή μας το βλέπουμε παντού, ακόμη και σε μας τους ίδιους
Σημασία έχει, όχι ότι πεθαίνεις, αλλά τι αφήνεις πίσω σου....
και οπως πολυ σωστα λεει η Αναστασία ατυχως το κακο υπερνικα και βασιλεύει του καλού κατα κανόνα...
Αρης
Δημοσίευση σχολίου