Κάθησα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, πριν από ώρα. Να σου γράψω θέλω δυο λογάκια της στιγμής, αλλά δε βρίσκω τίποτα που να σου αξίζει. Ξύνω το κεφάλι μου, κοιτάζω το κενό, κοιτάζω και την ώρα, διαπιστώνω πως μου τέλειωσε ο καπνός - φτου!- και ακόμα ψάχνω λέξεις. Αλλά αυτές δε μου'ρχονται, άμα δεν έχω νικοτίνη στο στόμα.
Γελώ λίγο με το χάλι μου, με αυτήν μου την εξάρτηση, αλλά πάλι...Το βρήκα! Κάπου έχω καταχωνιάσει μια παλιά πίπα και ένα καπνό Captain Black και ο εθισμός μου κάπως για απόψε θα καλυφθεί, για να καλύψω και εγώ με γραμματάκια το άσπρο κενό στον υπολογιστή και να σου γράψω... Επιτέλους...
Όχι, μην τρομάζεις! Δεν έχω να πω κάτι σπουδαίο. Απλώς...θά'θελα να ήσουν εδώ. Κάθε μέρα που περνά, μου λείπει και πιο πολύ το γέλιο σου, το χαμόγελό σου. Λένε πως κανείς συνηθίζει στην απουσία του άλλου με τον καιρό. Μην τους πιστέψεις! Ψέμματα λένε. Μια δόση παρηγοριάς πουλάνε και αυτοί. Μα δε θέλω να την αγοράσω. Δεν ήμουν ποτέ καταναλωτής, τέτοιων ειδών.
Ας είναι.
Η ρημάδα η πίπα με παιδεύει και χάνω και τον ειρμό των σκέψεών μου. Όλο σβήνει και όλο την ανάβω. Και πάλι από την αρχή. Πού είχα μείνει; Α, ναι! Δε σου το έχω πει, αλλά συχνά στα όνειρά μου βλέπω να πετώ. Μαγεία και θαύμα τούτη η ανάδυση του κορμιού στα σύννεφα. Ωραία η αίσθηση του ύψους, του αέρα, της εικόνας να κοιτάς τον κόσμο από πολύ-πολύ ψηλά.
Κάνω μια έτσι και κοιτώ πίσω μου. Δυο μεγάλα κάτασπρα φτερά έχουν φυτρώσει στους ώμους και με πάνε και με πάνε, χωρίς να ξέρω πού, χωρίς να τα ορίζω εγώ. Κινούνται μόνα τους, ευδιάθετος ηχητικός παλμός τα ακολυθεί και εγώ χαίρομαι με το παράλογο του πράγματος.
Βλέπω θάλασσες και δάση. Βλέπω τον ήλιο και σύννεφα. Βλέπω λίμνες, καταρράκτες, βουνά και δεν ακούω παρά μόνο το απαλό αεράκι που σφυρίζει ελαφρά στ' αυτιά μου. Νιώθω ανεξήγητη χαρά. Απλώνω τα χέρια και ακολουθώ τη φορά της πτήσης. Χτυπώ παλαμάκια, τραγουδώ ό,τι θυμάμαι από παιδικά τραγουδάκια, κλείνω τα μάτια και νιώθω τούτη τη στιγμή τόσο κοντά στην απόλυτη ευτυχία. Λες να' ναι έτσι η ζωή μετά το θάνατο ή ο θάνατος μετά τη ζωή; Διάλεξε όποιο σχήμα σου πάει...
Και έπειτα σιγά σιγά αρχίζω να χάνω ύψος. Όχι απότομα. Σταδιακά. Έχει πάρει ήδη να σουρουπώνει. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα πρώτα αστεράκια και ένα φεγγάρι- θεέ μου- ολόγιομο. Ο ήλιος λίγο θέλει ακόμα, για να χαθεί εντελώς από τα μάτια μου. Κοιτώ προς τα κάτω. Τα πόδια μου αιωρούνται στο κενό. Πιο κάτω αρχίζω να ξεχωρίζω μια πόλη, δένδρα, δρόμους, πάρκα, σπίτια.
Απαλά σαν αέρας προσγειώνομαι στην αυλή σου. Είναι νύχτα πια και η πτήση έλαβε τέλος. Τα φτερά μαζεύονται, αλλά εγώ ακόμα δεν πατώ στο έδαφος. Αιωρούμαι μια σπιθαμή πάνω από αυτήν και κάνω έτσι και ανεβαίνω τα σκαλιά σου, χωρίς να κουνώ τα πόδια. Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά και περνώ μέσα από αυτήν σαν αέρας. Δεν έχω υπόσταση. Δεν ανήκω πια στην ύλη. Σαν καλό ξωτικό τρυπώ τους τοίχους του σπιτιού σου.
Στο δωμάτιό σου εσύ κοιμάσαι. Σε λούζει το χλωμό φως του φεγγαριού. Σηκώνω το σεντόνι σου και τα φτερά μου διπλώνουν εντελώς. Ξαπλώνω δίπλα σου και σε αγκαλιάζω στοργικά. Την πλάτη σου έχω στο στήθος μου, φιλώ τα μαλλιά σου. Και κλείνω τα μάτια.
Αν τύχει και βρεις κάποιο πρωί ένα φτερό στο κρεβάτι σου, μην απορήσεις. Ήμουν εκεί... δίπλα σου. Κοιμόμασταν αγκαλιά όλο το βράδυ...
Γελώ λίγο με το χάλι μου, με αυτήν μου την εξάρτηση, αλλά πάλι...Το βρήκα! Κάπου έχω καταχωνιάσει μια παλιά πίπα και ένα καπνό Captain Black και ο εθισμός μου κάπως για απόψε θα καλυφθεί, για να καλύψω και εγώ με γραμματάκια το άσπρο κενό στον υπολογιστή και να σου γράψω... Επιτέλους...
Όχι, μην τρομάζεις! Δεν έχω να πω κάτι σπουδαίο. Απλώς...θά'θελα να ήσουν εδώ. Κάθε μέρα που περνά, μου λείπει και πιο πολύ το γέλιο σου, το χαμόγελό σου. Λένε πως κανείς συνηθίζει στην απουσία του άλλου με τον καιρό. Μην τους πιστέψεις! Ψέμματα λένε. Μια δόση παρηγοριάς πουλάνε και αυτοί. Μα δε θέλω να την αγοράσω. Δεν ήμουν ποτέ καταναλωτής, τέτοιων ειδών.
Ας είναι.
Η ρημάδα η πίπα με παιδεύει και χάνω και τον ειρμό των σκέψεών μου. Όλο σβήνει και όλο την ανάβω. Και πάλι από την αρχή. Πού είχα μείνει; Α, ναι! Δε σου το έχω πει, αλλά συχνά στα όνειρά μου βλέπω να πετώ. Μαγεία και θαύμα τούτη η ανάδυση του κορμιού στα σύννεφα. Ωραία η αίσθηση του ύψους, του αέρα, της εικόνας να κοιτάς τον κόσμο από πολύ-πολύ ψηλά.
Κάνω μια έτσι και κοιτώ πίσω μου. Δυο μεγάλα κάτασπρα φτερά έχουν φυτρώσει στους ώμους και με πάνε και με πάνε, χωρίς να ξέρω πού, χωρίς να τα ορίζω εγώ. Κινούνται μόνα τους, ευδιάθετος ηχητικός παλμός τα ακολυθεί και εγώ χαίρομαι με το παράλογο του πράγματος.
Βλέπω θάλασσες και δάση. Βλέπω τον ήλιο και σύννεφα. Βλέπω λίμνες, καταρράκτες, βουνά και δεν ακούω παρά μόνο το απαλό αεράκι που σφυρίζει ελαφρά στ' αυτιά μου. Νιώθω ανεξήγητη χαρά. Απλώνω τα χέρια και ακολουθώ τη φορά της πτήσης. Χτυπώ παλαμάκια, τραγουδώ ό,τι θυμάμαι από παιδικά τραγουδάκια, κλείνω τα μάτια και νιώθω τούτη τη στιγμή τόσο κοντά στην απόλυτη ευτυχία. Λες να' ναι έτσι η ζωή μετά το θάνατο ή ο θάνατος μετά τη ζωή; Διάλεξε όποιο σχήμα σου πάει...
Και έπειτα σιγά σιγά αρχίζω να χάνω ύψος. Όχι απότομα. Σταδιακά. Έχει πάρει ήδη να σουρουπώνει. Στο βάθος αχνοφαίνονται τα πρώτα αστεράκια και ένα φεγγάρι- θεέ μου- ολόγιομο. Ο ήλιος λίγο θέλει ακόμα, για να χαθεί εντελώς από τα μάτια μου. Κοιτώ προς τα κάτω. Τα πόδια μου αιωρούνται στο κενό. Πιο κάτω αρχίζω να ξεχωρίζω μια πόλη, δένδρα, δρόμους, πάρκα, σπίτια.
Απαλά σαν αέρας προσγειώνομαι στην αυλή σου. Είναι νύχτα πια και η πτήση έλαβε τέλος. Τα φτερά μαζεύονται, αλλά εγώ ακόμα δεν πατώ στο έδαφος. Αιωρούμαι μια σπιθαμή πάνω από αυτήν και κάνω έτσι και ανεβαίνω τα σκαλιά σου, χωρίς να κουνώ τα πόδια. Στέκομαι στην πόρτα σου μπροστά και περνώ μέσα από αυτήν σαν αέρας. Δεν έχω υπόσταση. Δεν ανήκω πια στην ύλη. Σαν καλό ξωτικό τρυπώ τους τοίχους του σπιτιού σου.
Στο δωμάτιό σου εσύ κοιμάσαι. Σε λούζει το χλωμό φως του φεγγαριού. Σηκώνω το σεντόνι σου και τα φτερά μου διπλώνουν εντελώς. Ξαπλώνω δίπλα σου και σε αγκαλιάζω στοργικά. Την πλάτη σου έχω στο στήθος μου, φιλώ τα μαλλιά σου. Και κλείνω τα μάτια.
Αν τύχει και βρεις κάποιο πρωί ένα φτερό στο κρεβάτι σου, μην απορήσεις. Ήμουν εκεί... δίπλα σου. Κοιμόμασταν αγκαλιά όλο το βράδυ...
3 σχόλια:
Να σου στρίψω ένα βαρύ.
Να κάτσω απέναντί σου με τα πόδια στο τραπέζι να σε κοιτάζω αυθάδικα να γράφεις. Στο άσπρο της οθόνης πονεμένες λέξεις. Που και που οινόπνευμα να σε κερνάω, να μεθάς, να γράφεις πιότερο. Και να σε σπουδάζω, καθως ίχνη φτερών αφήνεις, εκεί όπου η νοσταλγία σου αγαπά να ταξιδεύει..
Φιλί
Πάλι καλά που δεν σου έβγαιναν οι λέξεις
Πίπα ε; Με έφτιαξες δεν το είχα σκεφτεί και την πατάω επίσης πολλές φορές τα βράδια (και τα μεσημέρια και που να τρέχω τώρα!)
Φιλιά!
Υ.γ. θα πιούμε έναν καφέ. ναι;
Ομορφη η πτήση σου ,
μα ακόμα πιο όμορφος ο προορισμός σου...
Σεντόνι βελούδινο μοναδικό εσυ στα όνειρά του...
Καλό βραδυ
Αρης
Δημοσίευση σχολίου