
Να βουτήξεις τη ζωή από τα μαλλιά με τα δόντια. Να τη φας ολόκληρη, και με τη σάρκα και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της. Μη τη λυπηθείς διόλου. Μην ακούς τα κοράκια που σου λένε να τη φοβάσαι. Πάρε τη ζωή από το χέρι, βάλε της τις χειροπέδες-αυτές που φέρουν το όνομά σου πάνω-και σέρνε τη μαζί σου, μέχρι ώσπου να σε εκλιπαρεί να την αφήσεις, γιατί -λέει- δεν αντέχει άλλο μαζί σου.
Δεν είναι η ζωή να την παίρνεις στα ελαφρά, αλλά στα ανάλαφρα. Να της χαμογελάς, δείχνοντας τα λευκά σου δόντια, όλα μια στρώση, σε ευθεία γραμμή, όψη με κόψη. Αλλοπαρμένη και επικίνδυνη, για όποιον τοποθετηθεί μπροστά σου, εμπόδιο βολεμένο με βίδες βιδωμένο, στο πάτωμα του ανώφελου και με ταβάνι το κολόπαιδο που όταν το βάφτιζαν το ονόμασαν Θάνατο, εσύ δείχνε δόντια! Δάγκωνε και ξέσκιζε και μη διόλου λυπηθείς, αν ματώσει η ζωή, αν το λεγάμενο εμπόδιο ζητάει έλεος.
Στην ανάγκη μια μπουνιά και μια κλωτσιά θα λύσουν δεσμά, δεσμούς και εσύ ως μη δέσμια πια, θα συνεχίζεις να ζωγραφίζεις σε πανέμορφο πράσινο φόντο την όμορφη μπλε γραμμή της συνέχειάς σου!
Σε είπαν "γυναίκα" και σε κάθισαν δίπλα στη θάλασσα και στην πυρά και σε δίκασαν. Και βρήκαν και εγκλήματα. Στα φόρτωσαν, σε καταδίκασαν. Και ησύχασαν. Κάπου -κάπου θυμούνται να σε κακοποιούν, να σε χλευάζουν, να σε βιάζουν, να σε μουνουχίζουν, να σε υποβαθμίζουν,να σε εξευτελίζουν, να σε παραγκωνίζουν. Σε πυροβόλησαν, σε κατακεούργησαν, σε δολοφόνησαν...
Ε και; Εσύ, μάτια μου, αντέχεις. Κλαις, Γελάς, Γεννάς, Αισθάνεσαι! Άστους στη μιζέρια και στην απελπισία του πρωτοπόρου μόνου στην κορυφή της Αβύσσου του.Θλιμμένοι, ληγμένοι και τόσο λίγοι μπροστά σου, έχουν κατάρα κολλημένοι σα βδέλλα απάνω τους: σε μισούν και σε έχουν τόσο ανάγκη! Ταυτόχρονα! Τι κατάντια, τι ξεπεσμός! Να είσαι μάνα τους, αδελφή, φίλη τους, συνάδελφός τους, ερωμένη, γυναίκα τους και να σε προσφωνούν πουτάνα για να δικαιολογήσουν το έλλειμμά τους, την ανημπόρια τους, το σακάτικο της σκέψης τους, την αναπηρία της σωματικής δύναμής τους, το ασήκωτο της μοναξιάς τους...
Αχ, καλή μου Εύα, Μαλβίνα, Μελίνα, Πολυδούρη, Πανκχάρστ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, ...Μαλφάντα μου...Εσύ! Αιώνες σηκώνεις το βάρος μιας ταμπέλας άνευ λόγου. Που γράφει "μοιχαλίδα, πόρνη, πουτάνα, καργιόλα, σκύλα, μάγισσα, ηλίθια, μαλακισμένη, βλαμμένη, ζώον..."
Εσύ στάσου στο ύψος σου: Συνέχισε να πορεύεσαι με κόντρα τον Άνεμο σαν πανάδικο παντός καιρού! Ν' αγαπάς, να συγκινείσαι, να ερωτεύσαι, να αισθάνεσαι, να νιώθεις, να γελάς...
Τ' ακούς;
Συνέχισε!
Μ' ακούς;
Γυναίκα...πάντα να γελάς!