
Λέω να φύγουμε. Να την κάνουμε μακριά από εδώ. Τούτος ο τόπος δε μας χωρά! Γέμισε ασχήμια που μας τη φόρτωσαν κάτι μούτσοι που το' παίξαν καπεταναίοι. Το λοιπόν, αφού χαλαρώσουμε τα σκοινιά και κόψουμε τους κάβους του χειμώνα, που μας κρατούν δεμένους, να φουσκώσουμε τα πανιά με τις δικές μας ανάσες και γοργά το καραβάκι μας θ' αρχίσει να σκίζει το κύμα το αιγαιοπελαγίτικο. Τούτο το καραβάκι είναι μικρό, μα μαγικό. Όλοι οι καλοί χωρούν και είναι λίγοι, δεν περισσεύουν,μα την πίστη του Σεβάχ του Θαλασσινού!
Να περιπλανηθούμε, αλλά δε θα πλανηθούμε. Θα βρεθούμε σε πρωτοφανέρωτα νησάκια, που δεν τα βάζει ο νους τ' Ανθρώπου και δεν τα έχει στιγματίσει κανένας ναυτικός χάρτης. Με πυξίδα τη δημιουργία και πρίμα τον καιρό της νιότης μας που, είτε την έχουμε μπροστά μας είτε την αφήσαμε πίσω μας, -αδιάφορο- εμείς θ' αρμενίζουμε έτσι και αλλιώς. Κουπιά τα χέρια μας. Με συντροφιά τ' άστρα του ουρανού τις νυχτιές και τη μέρα γλαρόνια και δελφίνια. Να λέμε τραγούδια για τα σύννεφα που αφήσαμε πίσω, για βροχές που δε μας άφηναν να χαρούμε τον ήλιο τον ηλιάτορα, ακόμα και για την οσμή του κάρβουνου και της μαυρίλας που κάποτε τρύπησε τα ρουθούνια μας,... εμείς θα τραγουδάμε.
Και έπειτα σε παραλίες που θα θυμίζουν Κυκλάδες και Επτάνησα, θα ξαπλώνουμε και μέσα από τα δάχτυλά μας θα φυλλομετρούμε την άμμο. Έτσι να τραβάμε κατά τον ήλιο πάντα. Έτσι να παιχνιδίζουμε, ξεγελώντας τον πόνο, που καθένας σούρει πίσω του, σα βάρκα μισομπαταρισμένη.
Μετά απ' το κατάστρωμα ν' αμολάμε μπουλούκι χαρταετούς να ξορκίσουμε τα "δήθεν" και τα "αλλά", τα "ίσως" και τα "όχι" της ζωής μας. Όσα δεχτήκαμε και όσα δώσαμε. Χωρίς να το θέλουμε.
Και θά'χουμε πρίμα τον καιρό και στ' αλλάγματα! Να κιθαρίζουμε αντάμα με τους ανέμους και θα προσπερνάμε, βγάζοντας γλώσσα, σκοπέλους και υφάλους. Και θα τρυπάμε τη γυαλάδα της θάλασσας από την πρύμνη και την πλώρη, σαν παλιόπαιδα, ψάχνοντας θησαυρούς στον πάτο της, που δεν ακούμπησε χέρι πειρατή, δάκτυλο κουρσάρου.
"Πιάσε εσύ το τιμόνι.
Φόρα εσύ το τρύπιο ψαθί...και πώς σου πάει!
Κράτα εσύ το μονοκυάλι στα μάτια.
Ξάπλωσε εσύ στην αιώρα.
Αμόλα εσύ τα πανιά.
Βύρα τις Άγκυρες....καπετάνιοοο!
ΦΥΓΑΜΕΕΕ!"
(Υ.Γ. Ευχαριστώ σε Άθεε, φίλτατε, για τη φωτογραφία!)