Τα μάτια του Ρα...

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΡΑ ...γέννησαν άλλο ένα blog,
το "Σαν τατουάζ"!
Το νέο blog είναι όμως για γερά νεύρα! Δηλαδή:
http://like-tatoo.blogspot.com/

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Παραμύθι όχι μόνο για μικρούς...



Αρχή παραμυθιού, καλησπέρα σας!

Κάποτε,πριν πολλά πολλά χρόνια,έφθασε σ' ένα χωριό,με λιγοστούς κατοίκους, στην έρημο, ένας παράξενος ταξιδιώτης.
Στ' αλήθεια όμως, παράξενος πολύ!
Στο πανδοχείο που έμεινε, όταν τον ρώτησε ο πανδοχέας, είπε πως ερχόταν από τόπο μακρινό, άγνωστο στο χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους. Εκεί πάντως, οι άνθρωποι χαμογελούσαν, εκδήλωναν την αγάπη τους, τα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί στους δρόμους και όλοι ένιωθαν σα μια οικογένεια. Σ' εκείνον τον τόπο, αν αρρώσταινε ένας, όλοι οι άλλοι ήταν στο πόδι για να τον γιατρέψουν. Άλλος του κουβαλούσε σούπα, άλλος αφεψήματα, άλλος του μετρούσε τον πυρετό, άλλος του κρατούσε το χέρι και άλλος του έφερνε μαγικά βότανα και τελικά, όσο βαριά και αν ήταν, γινόταν καλά.Και μετά όλοι μαζί έστηναν τρικούβερτο γλέντι, για να εκδηλώσουν τη χαρά τους, που γιατρεύτηκε και ήταν πάλι γερός ανάμεσά τους και όρθιος.
Ο πανδοχέας απόρησε. Τον ρώτησε τότε, πώς και γιατί έφυγε από εκεί, αφού σ' εκείνον τον τόπο βασίλευε η αγάπη και κανείς δεν πεινούσε ή δεν ένιωθε μοναξιά. Ο ταξιδιώτης απάντησε, θλιμμένος:
-Η αγάπη που είχαμε δε μας προστάτεψε από την επιθετικότητα μιας πολεμοχαρούς φυλής, που ήξερε από όπλα και θάνατο. Εμείς δεν ξέραμε ούτε να τα κτασκευάζουμε, ούτε να τα ακονίζουμε, ούτε να τα χρησιμοποιούμε...
Και έπειτα, σώπασε.
Ο πανδοχέας όμως, επέμενε για τη συνέχεια της ιστορίας και έτσι ο παράξενος ταξιδιώτης συνέχισε:
-Η φυλή αυτή μπήκε, λεηλάτησε, έκαψε, σκότωσε και ρήμαξε τον τόπο μου. Σώθηκαν μόνο τέσσερις. Ένας από αυτούς είμαι εγώ. Περιπλανήθηκα σε άγνωστα μέρη.Γνώρισα και έμαθα πολλά από μύστες και ιερείς και σοφούς. Έμαθα πως η μοίρα ξεγίνεται, άμα ο άνθρωπος αγωνίζεται. Πως σημασία έχει, όχι ότι πεθαίνεις, αλλά τι αφήνεις πίσω σου. Πως πάντα να πράττεις το δίκαιο κι ας αδικείσαι...Μόνο που μου λείπει,πρόσθεσε στο τέλος ο παράξενος ταξιδιώτης, ο τόπος μου,που ήταν καταπράσινος, μέσα στους καταρράκτες. Μου λείπουν οι συγγενείς μου, οι φίλοι μου. Μου λείπει ο γαλάζιος ουρανός του, η βροχή του και τα ηλιοβαιλέματά του...και τότε κλαίω.
"Μείνε εδώ!"του είπε ο πανδοχέας. "Έχεις πολλά να μας πεις και να μας μάθεις, τόσα που έμαθες από μύστες, ιερείς και σοφούς!"
Οι μέρες περνούσαν και τα νέα διαδόθηκαν στο χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους. Φρόντισε ο πανδοχέας γι' αυτό! Ο παράξενος ταξιδιώτης είχε σε πολλά να τους βοηθήσει,πολλά να τους διδάξει.
Και ένας-ένας οι κάτοικοι του χωριού πήγαιναν και τον έβρισκαν.
Άλλος τον ρωτούσε πώς να φτιάξει τη σκεπή του σπιτιού του που είχε πέσει.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης τον τρόπο.
Άλλος πήγε και τον ρώτησε τι να κάνει με το γιο του, πού' ναι όλο σκανταλιές και αταξίες.
Και τού' πε ο παράξενος ταξιδιώτης να τον μορφώσει.
Άλλος τον βρήκε και τον συμβουλεύτηκε τι να κάνει με τη μάνα του που όλο παραπονιέται, ενώ δεν της λείπει τίποτα.
Η συμβουλή να την αγκαλιάσει και να της λέει ένα καλό λόγο κάθε μέρα.
Ο παράξενος ταξιδιώτης έμεινε στο χωριό καιρό. Όλο και κάποιον βοηθούσε, όλο και κάτι διόρθωνε.
Το χωριό άρχιζε ν' αλλάζει όψη.
Ενώ ήταν στην έρημο, το χωριό βουτήχτηκε στο πράσινο και στους καταρράκτες.
Φύτρωσαν πλατάνια και μπαομπάπ, ελιές και μπαμπού, άγρια κρίνα και μωβ τριαντάφυλλα.
Οι δρόμοι πλημμύρισαν ευωδιά γαρδένιας.Παντού έτρεχαν νερά, όπως άρχισαν να τρέχουν και τα παιδιά στους δρόμους του.
Οι αμμοθύελλες που χτυπούσαν κάποτε το χωριό, τώρα με τα δένδρα δεν μπορούσαν να βρουν τους δρόμους και οι μάνες τα άφηναν να παίζουν με τις ώρες και δεν τα μάζευαν πια από φόβο, μήπως παρασυρθεί κανένα και το χάσουν.
Πέρασαν έτσι 3 χρόνια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης δεν έφευγε. Έμενε εκεί.
Ώσπου μια μέρα ήρθε ένας μαύρος καβαλάρης, όλο έπαρση και αλαζονεία, με κατορθώματα φορτωμένος από πολέμους και μάχες. Μ' ένα μαύρο άτη φτάνοντας από ένα άλλο χωριό του Νότου. Εκεί που οι άνθρωποι ζούσαν σχολιάζοντας και μισώντας ο ένας τον άλλο. Εκεί που μάθαιναν στα παιδιά την κακία και την έχθρα. Εκεί που ζηλοφθονούσαν όποιον έφτιαχνε ένα σπιτάκι, μια οικογένεια και είχε αγάπη για συγγενείς και φίλους.
O μαύρος καβαλάρης είχε ξαναπεράσει από το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους, πολλά χρόνια πριν και, αφού έκλεψε και έσπειρε το φθόνο μεταξύ των κατοίκων, έφυγε! Και αυτοί που τον είχαν βοηθήσει και του έκαναν δώρα πολλά και τον φίλεψαν, έμειναν με ό,τι απόμεινε στο χωριό, να θρηνούν. Τώρα που επέστρεψε, οι κάτοικοι τον θυμήθηκαν, αλλά παραδόξως τους έπεισε πως είχε αποβάλει τον κακό χαρακτήρα του και πως το μόνο που ήθελε και αυτός ήταν να τους βοηθήσει!
Τον πίστεψαν!
Σιγά - σιγά άρχισε να τους πείθει πως το χωριό χάλασε, πως δεν του πήγαιναν οι πρασινάδες, πως ο θόρυβος από τα νερά που έτρεχαν στους καταρράκτες χαλούσαν την ηρεμία του τοπίου και τη σιωπή, πως τα δένδρα και τα φυτά βρώμιζαν με τα πεσμένα φύλλα τους και την ευωδιά τους τους δρόμους και τον αέρα.
Οι κάτοικοι, αφελείς έτσι που ήταν, έκοψαν και ξερίζωσαν δένδρα και φυτά και μπάζωσαν τους καταρράκτες.
Τον πίστεψαν!
Έπειτα ο μαύρος καβαλάρης άρχισε να κακολογεί τον έναν κάτοικο στον άλλο, να σπέρνει ζιζάνια και να τους βάζει να λογομαχούν.
Οι κάτοικοι, αφελείς έστι που ήταν, άρχισαν να αλληλομισούνται και φορές έρχονταν στα χέρια.
Ο παράξενος ταξιδιώτης τα έβλεπε όλα αυτά και μάταια προσπαθούσε να τους πείσει ότι ο μαύρος καβαλάρης , άλλο δεν ήθελε, παρά το κακό τους, να καταστρέψει το χωριό τους και πως ήταν από εκείνη τη φυλή που και το δικό του τόπο τον ρήμαξε! Μάταια προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως επειδή ήταν μόνος του και όχι με όλην του τη φυλή τη φιλοπόλεμη μαζί, βρήκε μια παλιά και δοκιμασμένη μέθοδος:την έριδα. Για να πέφτουν τα χωριά από μόνα τους, από μέσα.
Δεν τον πίστεψαν!
Στράφηκαν μάλιστα και εναντίον του. Άρχισαν να τον περιφρονούν και να τον εχθρεύονται. Όταν τον συναντούσαν σε δρόμο του χωριού, άλλοτε έστρεφαν το κεφάλι τους αλλού και δεν τον χαιρετούσαν και άλλοτε τον έφτυναν κιόλας!
Δεν τον πίστεψαν!
Ο παράξενος ταξιδιώτης αποφάσισε να φύγει. Κατάλαβε πως η μοίρα δεν ξεγίνεται, όταν ο άνθρωπος δεν αγωνίζεται. Πως για τους πολλούς δεν έχει σημασία η υστεροφημία. Πως όταν πράττεις το καλό και αδικείσαι, γίνεται αβάσταχτο το φορτίο και δεν το αντέχεις.
Έβαλε τα λιγοστά του πράγματα σ' ένα σάκο και έφυγε.
Στο δρόμο γύρισε πίσω και είδε το χωριό με τουςε λιγοστούς κατοίκους να γίνεται όπως ήταν πριν. Τα δένδρα να λείπουν, τα φυτά απότιστα να στέκουν ξερά και οι καταρράκτες να μη λαλούν πια. Και τότε πάλι δάκρυσε. Το είχε αγαπήσει το χωριό με τους λιγοστούς κατοίκους.
Μόνο το γέλιο, το χαιρέκακο γέλιο του μαύρου καβαλάρη αντηχούσε στους αμμόλοφους, καθώς ξεμάκραινε!
Αν συναντήσετε το μαύρο καβαλάρη στο δρόμο σας, σίγουρα θα τον αναγνωρίσετε, αν δεν είστε αφελείς. Μη σταθείτε να του μιλήσετε. Δεν ήρθε για καλό.
Όσο για το πόσο η ιστορία αυτή είναι αληθινή, αρκεί, όταν περάσετε από το χαλασμένο πια χωριό, να δείτε τη μοναδική σκεπή που στέκει ακόμα και να μιλήσετε με το μορφωμένο γιο του κατοίκου και τη γριά μάνα του άλλου που ζει ακόμα! Έχουν πολλά να σας πουν!

Τέλος παραμυθιού...Καληνύχτα σας!

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2009

ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ




1η εßδοµάδα.
Σήµερα είµαι ηλικίας µιας εßδοµάδας. Τι χαρά να είµαι µέρος αυτού του Κόσµου!
1µηνός.
Η µαµά µου µε φροντίζει πάρα πολύ καλά. Είναι µια εξαιρετική µητέρα.
2 µηνών.
Σήµερα µε χώρισαν από τη µητέρα µου. Ήταν πολύ ανήσυχη και µε τα µάτια της µε χαιρετούσε. Ελπίζω η νέα «ανθρώπινη» οικογένειά µου να µε φροντίζει το ίδιο καλά µε τη µαµά µου.
4 µηνών.
Έχω µεγαλώσει πολύ γρήγορα, τα πάντα τραßάνε την προσοχή µου. Υπάρχουν µερικά παιδιά στο σπίτι που µου είναι σαν «µικρά αδερφάκια». Παίζουµε πολύ, τραßάνε την ουρά µου κι εγώ τους δίνω µικρές ψεύτικες δαγκωνιές για πλάκα.
5 µηνών.
Σήµερα µου φωνάξανε. Η κυρία µου ήταν πολύ αναστατωµένη επειδή ούρησα µέσα στο σπίτι.
Όµως δεν µου είπαν ποτέ πού έπρεπε να το κάνω αυτό. Επίσης, κοιµάµαι στο χωλ. Στεναχωρήθηκα πολύ γι' αυτό!
8 µηνών.
Είµαι ένα πολύ χαρούµενο σκυλί! Έχω τη ζεστασιά ενός σπιτιού, αισθάνοµαι τόσο
ασφαλής, τόσο προστατευµένος...Νοµίζω ότι η «ανθρώπινη» οικογένειά µου µε αγαπάει. Η αυλή είναι όλη δική µου και,συχνά, ξεπερνάω τον εαυτό µου, σκάßοντας στο χώµα σαν τους προγόνους µου, τους λύκους, για να κρύψω το φαγητό. Ποτέ δε δοκιµάζουν να µου µάθουν τίποτε. Τότε θα πρέπει όλα να πηγαίνουν καλά, όλα αυτά τα πράγµατα που κάνω να είναι εντάξει!
12 µηνών.
Σήµερα έγινα ενός έτους. Είµαι ένας ενήλικος σκύλος. Όµως τα αφεντικά µου λένε ότι µεγάλωσα πολύ περισσότερο από ό,τι περίµεναν. Πόσο υπερήφανοι πρέπει να είναι για µένα!
13 µηνών.
Σήµερα µε έδεσαν. Σχεδόν δεν µπορούσα να κουνηθώ, να ßρεθώ σε λίγο ήλιο, όταν κρυώνω, ή να ßρω λίγη σκιά, όταν ο ήλιος ανεßαίνει ψηλά στον ουρανό. Λένε ότι θα µε επιτηρούν και ότι είµαι αχάριστος. Δεν καταλαßαίνω τίποτε απ' όσα µου συµßαίνουν.
15 µηνών.
Όλα έχουν αλλάξει τώρα... Με κρατάνε συνέχεια κλειδωµένο στη ßεράντα. Αισθάνοµαι πολύ µόνος. Η «ανθρώπινη» οικογένειά µου δε µε θέλει πια. Μερικές φορές ξεχνάνε ότι διψάω και πεινάω. Όταν ßρέχει, δεν έχω µια στέγη πάνω από το κεφάλι µου.
16 µηνών.
Σήµερα µε έßγαλαν από τη ßεράντα. Ήµουνα σίγουρος ότι η «ανθρώπινη» οικογένειά µου µε είχε συγχωρέσει. Ήµουν τόσο χαρούμενος που χοροπήδαγα από ενθουσιασµό. Η ουρά µου κουνιόταν σαν τρελή. Επιπλέον, πίστεψα ότι θα µε πήγαιναν ßόλτα! Κατευθυνθήκαµε προς τον αυτοκινητόδροµο, και άξαφνα, σταµάτησαν το αυτοκίνητο, άνοιξαν την πόρτα και εγώ ßγήκα έξω, χαρούµενος, γιατί σκεπτόµουν ότι θα περνάγαµε τη µέρα µας στην εξοχή. Δεν καταλαßαίνω γιατί έκλεισαν την πόρτα κι έφυγαν. «Ακούστε, περιµένετε!» - γάßγισα. Με ξέχασαν... Έτρεξα πίσω από το αυτοκίνητο µε όλη τη δύναµή µου. Η αγωνία µου µεγάλωνε, καθώς άρχισα να καταλαßαίνω, ενώ δεν µπορούσα ν' αναπνεύσω από το λαχάνιασµα και αυτοί δε σταµατούσαν, ότι µε είχαν εγκαταλείψει!
17 µηνών.
Έψαχνα µάταια να ßρω το δρόµο για να γυρίσω σπίτι. Είµαι µόνος και αισθάνοµαι χαµένος. Στις περιπλανήσεις µου, συναντάω µερικούς ανθρώπους µε καλή καρδιά που µε κοιτάνε µε θλίψη και µου δίνουν λίγο φαγητό. Τους ευχαριστώ µε τα µάτια µου, από τα ßάθη της ψυχής µου. Εύχοµαι να µε υιοθετούσαν. Θα ήµουνα τόσο πιστός όσο κανένας άλλος σκύλος! Όµως, αυτοί απλά λένε: «καηµένο σκυλάκι, πρέπει να έχει χαθεί».
18 µηνών.
Πριν από µερικές ηµέρες, πέρασα από ένα σχολείο και είδα πολλά παιδιά µικρά και µεγαλύτερα σαν τα «µικρά µου αδερφάκια». Πλησίασα περισσότερο και µια οµάδα από τα µικρότερα παιδιά, γελώντας, µου πέταξαν πολλές πέτρες, απλά για να δούνε «ποιος σηµαδεύεικαλύτερα». Μια από αυτές τις πέτρες µε χτύπησε στο µάτι και έκτοτε, δεν µπορώ να δω καθόλου µε αυτό το µάτι.
19 µηνών.
Είναι απίστευτο. Όταν είχα καλύτερη όψη, οι άνθρωποι µε λυπόντουσαν. Τώρα είµαι πολύ αδύνατος και αδύναµος και η όψη µου είναι απαίσια. Έχω χάσει το ένα µου µάτι και οι άνθρωποι µε διώχνουν µε τις σκούπες όταν προσπαθώ να ξεκουραστώ σε κάποια σκιά.
20 µηνών.
Κινούµαι µε εξαιρετικά µεγάλη δυσκολία. Σήµερα, ενώ προσπαθούσα να περάσω το δρόµο, µε χτύπησε ένα αυτοκίνητο. Βρισκόµουνα στη ζώνη των πεζών για να περάσω το δρόµο, όµως ποτέ δε θα ξεχάσω το γεµάτο ικανοποίηση ßλέµµα του οδηγού, που έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του που µε πάτησε. Εύχοµαι να µε είχε σκοτώσει! Όµως, απλά µου προκάλεσε εξάρθρωση στα πίσω µου πόδια! Ο πόνος ήταν ανυπόφορος! Τα πόδια µου δεν µε υπακούνε και µόλις µε τεράστια δυσκολία µπόρεσα να συρθώ στο χορτάρι στην άκρη του δρόµου. Επί δέκα µέρες έχω µείνει εκτεθειµένος στον ήλιο που καίει, στη δυνατή ßροχή, στο κρύο, χωρίς φαγητό. Δεν µπορώ πλέον να κουνηθώ. Ο πόνος είναι ανυπόφορος. Βρίσκοµαι σ’ ένα πολύ υγρό µέρος, και φαίνεται ότι ακόµη και το τρίχωµά µου µαδάει. Κάποιοι περαστικοί ούτε καν µε προσέχουν, άλλοι λένε: «µην πλησιάζεις». Είµαι σχεδόν αναίσθητος όµως, µια ελάχιστη δύναµη, από τα ßάθη του σώµατός µου, µε αναγκάζει να ανοίξω τα µάτια µου. Η γλυκύτητα στη φωνή της µε έκανε να αντιδράσω. «Καηµένο µου σκυλάκι, κοίτα πώς σε έχουν αφήσει», έλεγε. Μαζί µε τη γυναίκα ήταν ένας άντρας µε λευκή ποδιά που µε ακούµπησε και είπε: «Λυπάµαι, κυρία µου, αλλά αυτός ο σκύλος δε θα τα καταφέρει. Είναι καλύτερα να τον ßοηθήσουµε να ßγει από αυτόν τον πόνο και τη δυστυχία». Η ευγενική κυρία, µε δάκρυα να τρέχουν ποτάµι στα µάγουλά της, συµφώνησε. Όσο καλύτερα µπορούσα, κούνησα την ουρά µου και την ευχαρίστησα µε τα µάτια µου, για τη ßοήθειά της ν’ αναπαυθώ ειρηνικά και ήρεµα. Ενώ αισθανόµουν το ελαφρύ τσίµπηµα της ßελόνας, πριν από αυτόν τον µακρύ ύπνο, η τελευταία µου σκέψη ήταν: «γιατί έπρεπε να γεννηθώ, αφού δε µε ήθελε κανείς;».

Σχόλιο
«Στην πορεία της εξέλιξής του προς τον πολιτισµό ο άνθρωπος απέκτησε µια κυρίαρχη θέση πάνω στα πλάσµατα που ζουν γύρω του στο ζωικό ßασίλειο. Χωρίς να είναι ικανοποιηµένος από την κυριαρχία του αυτή ωστόσο, άρχισε να ßάζει ένα κενό µεταξύ της φύσης του και της φύσης των ζώων. Αρνήθηκε την κτήση µιας αιτίας προς αυτά, και στον εαυτό του έθεσε ως σύµßολο µια αθάνατη ψυχή και αξίωσε µια θεϊκή πτώση που του επέτρεψε απλώς να καταστρέψει το δεσµό της κοινωνίας µεταξύ αυτού και του ζωικού ßασιλείου».

Sigmund Freud:«Δεν µπορείς να σώσεις κάθε ζώο στον κόσµο όµως, για αυτό το ένα που σώζεις, ΕΙΝΑΙ ο κόσµος».